Ο κλάδος των φωτοβολταϊκών είναι ενδεχομένως εκείνος που έχει πληγεί περισσότερο από την πρακτική της υπερ-επένδυσης που είχε προωθήσει το Πεκίνο τα προηγούμενα χρόνια. Οι Κινέζοι κατασκευαστές ελέγχουν τη διεθνή αγορά, έχοντας καταστήσει τους ξένους κατασκευαστές μη ανταγωνιστικούς, ακόμα και μετά την επιβολή δασμών. Ωστόσο, ο εντεινόμενος ανταγωνισμός μεταξύ των κινεζικών επιχειρήσεων, αλλά και οι πρακτικές ντάμπινγκ της Κίνας, έχουν καταφέρει να ρίξουν τις τιμές των φωτοβολταϊκών, μειώνοντας δραματικά και τα κέρδη των κατασκευαστών.
Πλέον, η κινεζική αγορά αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα υπερπροσφοράς, με την ένωση των εταιρειών να ζητά άμεση επέμβαση από την κινεζική ηγεσία. Τον Οκτώβριο, η έντονη φημολογία περί δημοσίευσης νέων αυστηρότερων κριτηρίων παραγωγής από τις κρατικές αρχές είχε βοηθήσει στην άνοδο των μετοχών αυτών των επιχειρήσεων. Ωστόσο, η δημοσίευση των αρνητικών τριμηνιαίων εκθέσεων της κάθε εταιρείας, χωρίς η κυβέρνηση να έχει ακόμα ανακοινώσει το σχέδιό της, οδήγησε σε νέα πτώση των χρηματιστηριακών αξιών λίγες ημέρες αργότερα.
Η παρατεταμένη ύφεση που μαστίζει τον κλάδο τους τελευταίους μήνες έχει ήδη προκαλέσει ευρύτερες αλλαγές στον κλάδο, με ορισμένους κατασκευαστές να προχωρούν σε μείωση της παραγωγής τους ή να οδηγούνται στην χρεωκοπία. Η ίδια η Longi, ο πάλαι ποτέ μεγαλύτερος παίκτης της αγοράς, έχει ήδη αναφέρει πως θα μειώσει κατά 30% το προσωπικό της. Ως εκ τούτου, μία ουσιώδης παρέμβαση της κινεζικής ηγεσίας θεωρείται η μόνη λύση σε αυτό το σοβαρό πρόβλημα.