Ο ναυτιλιακός κολοσσός Maersk στρέφεται αποφασιστικά προς τα εναλλακτικά καύσιμα με στόχο το net zero το 2040. Μέσα στην επόμενη πενταετία, μέχρι το 2030, τα εναλλακτικά καύσιμα θα αποτελούν το 15-20% της συνολικής κατανάλωσης του ομίλου, ο οποίος έχει προχωρήσει στην παραγγελία των απαραίτητων πλοίων

Τα πλοία της Maersk καταναλώνουν μεταξύ 10-11 εκατομμύρια τόνους καύσιμα σε ετήσια βάση. Για το 2023, μόλις το 3% αυτών ήταν εναλλακτικά καύσιμα. Ωστόσο, η εταιρεία σκοπεύει να πολλαπλασιάσει αυτόν τον αριθμό κατά επόμενη πενταετία, φτάνοντας το 15-20% μέχρι το 2030. Σύμφωνα με την ηγεσία της Maersk, η νέα γενιά καυσίμων θα περιλαμβάνει βιοντίζελ, βιομεθάνιο, και πράσινη μεθανόλη.

Αναμενόμενα, η στροφή αυτή απαιτεί και μία νέα γενιά σκαφών. Η Maersk έχει παραγγείλει 18 πλοία μεθανόλης, τα οποία θα παραδοθούν μέχρι το τέλος του 2025. Τα πλοία αυτά θα μπορούν να ταξιδεύουν από τα ασιατικά προς τα ευρωπαϊκά λιμάνια συμπεριλαμβανομένης της επιστροφής, με ένα μόνο γέμισμα του καυσίμου. Στο πλαίσιο της νέας τεχνολογίας, η εταιρεία έχει ήδη συμφωνήσει με την κινεζική Longi Green Energy Technology για την αγορά βιομεθανόλης από το 2026.

Η Maersk δεν είναι η μοναδική ναυτιλιακή που αρχίζει να χρησιμοποιεί πλοία μεθανόλης, αντιθέτως το διεθνές ενδιαφέρον είναι ολοένα αυξανόμενο. Εντούτοις, η σημερινή παραγωγή δεν επαρκεί για να καλύψει τη ζήτηση. Ένα από τα ζητήματα για την ανάπτυξη της παραγωγής είναι το κόστος συγκριτικά με τα συμβατικά καύσιμα. Όπως έχει αποδειχθεί και από την πράσινη μετάβαση στη στεριά, το κλειδί είναι οι οικονομίες κλίμακος. Μία λύση που έχει προταθεί είναι τα αντι-κίνητρα για την αγορά των πιο ρυπογόνων καυσίμων.

Η Maersk και άλλες ναυτιλιακές έχουν ήδη συζητήσει τη θέσπιση αυστηρότερων κανονισμών με τον Διεθνή Οργανισμό Ναυσιπλοΐας. Η επίσημη τοποθέτηση του οργανισμού αναμένεται τον ερχόμενο Απρίλιο, όταν η Επιτροπή Προστασίας του Θαλάσσιου Περιβάλλοντος θα συνεδριάσει για να αποφασίσει μέτρα με σκοπό τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Ο παγκόσμιος εμπορικός στόλος παράγει μόλις το 3% των συνολικών εκπομπών, κάτι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό δεδομένου του όγκου προϊόντων (80%) που μεταφέρει.