Η Κίνα έχει θέσει στόχο μέχρι το τέλος της δεκαετίας να έχει αφήσει πίσω της Γαλλία και ΗΠΑ, και να έχει αναδειχθεί σε παγκόσμια ηγετική δύναμη στην παραγωγή πυρηνικής ενέργειας και ενδεχομένως στην εξαγωγή της σχετικής τεχνολογίας. Στην πραγματικότητα, ο στόχος αυτός έχει ήδη δρομολογηθεί καθώς στη διάρκεια του έτους που τελειώνει το Πεκίνο έχει εκδώσει άδειες για 11 πυρηνικούς αντιδραστήρες, έναν αριθμό ρεκόρ έως τώρα, είχε ήδη εγκρίνει άλλους 10 στη διάρκεια του 2023 και σχεδιάζει να εγκρίνει εφεξής 10 νέους κάθε χρόνο έως το 2035

Σε αυτούς τους στόχους του Πεκίνου αναφέρθηκε ο Τιαν Τζιασού, αναπληρωτής γενικός γραμματέας της Κινεζικής Πυρηνικής Εταιρείας, μιλώντας από το βήμα της συνόδου που διοργάνωσε στην αρχή της εβδομάδας το BloombergNEF. Οπως αναφέρουν πηγές προσκείμενες στις πυρηνικές φιλοδοξίες της Κίνας, αυτή τη στιγμή στη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου βρίσκονται στο στάδιο της κατασκευής περισσότεροι αντιδραστήρες από οποιαδήποτε άλλη χώρα. Προκειμένου, όμως, να διατηρήσει αυτόν τον ρυθμό ανάπτυξης του στόλου των αντιδραστήρων της μέσα στην επόμενη δεκαετία θα χρειαστεί περισσότερη συνεισφορά από κεφάλαια του ιδιωτικού τομέα για τη χρηματοδότηση ενός στρατηγικού σχεδίου του κινεζικού κράτους. Παραδοσιακά κυριαρχούν στον κλάδο οι κρατικές εταιρείες China National Nuclear Power Co., State Power Investment Corp. και China General Nuclear Power Corp., αλλά ο κλάδος είναι εντάσεως κεφαλαίου, γι’ αυτό και προσανατολίζεται σε σειρά μεταρρυθμίσεων προκειμένου να προσελκύσει περισσότερες επενδύσεις από τον ιδιωτικό τομέα.

Στόχος του Πεκίνου είναι η παραγωγική δυνατότητα σε πυρηνική ενέργεια να έχει σχεδόν τετραπλασιαστεί μέσα στην επόμενη δεκαετία.

Οπως, πάντως, επισημαίνει ο Τιαν Τζιασού, αν κατορθώσει να διατηρήσει αυτούς τους ρυθμούς, τότε η παραγωγική δυνατότητα της Κίνας σε πυρηνική ενέργεια θα έχει σχεδόν τετραπλασιαστεί μέσα στην επόμενη δεκαετία φτάνοντας το 2035 στα 200 γιγαβάτ, που μπορούν να καλύψουν το 10% των αναγκών της χώρας για ηλεκτρική ενέργεια. Στη συνέχεια θα μπορεί να τη διπλασιάσει φτάνοντας στα 400 γιγαβάτ μέχρι το 2060 και να καλύπτει, έτσι, το 16% του συνόλου της κατανάλωσης. Σύντομα θα αντιμετωπίσει, όμως, δυσκολίες στο εγχείρημά της παρά το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή η πυρηνική της βιομηχανία αναπτύσσεται δυναμικά. Μέχρι στιγμής, οι αντιδραστήρες της έχουν τοποθετηθεί όλοι σε παράκτιες περιοχές και δεδομένης της έλλειψης των κατάλληλων τοποθεσιών θα παρουσιαστεί σύντομα ανάγκη να εγκατασταθούν οι καινούργιοι στην ενδοχώρα. Κάτι τέτοιο θα θέσει ζητήματα μόλυνσης των περιοχών στις οποίες θα εγκατασταθούν και ιδιαιτέρως της διαχείρισης των υδάτινων πόρων. Στις σχετικές προκλήσεις προστίθεται, άλλωστε, και η επιτακτική ανάγκη για ασφάλεια, καθώς οποιοδήποτε ατύχημα θα οδηγήσει αυτομάτως σε ακύρωση επενδύσεων και εκτροχιασμό του γενικότερου σχεδίου, ενώ σίγουρα θα επιφέρει πολιτικές αναταράξεις.

Η Κίνα αποτελεί ουσιαστικά εξαίρεση καθώς μετά το 2011 και το πυρηνικό ατύχημα στη Φουκουσίμα οι περισσότερες χώρες έχουν αναστείλει πυρηνικά προγράμματα ή έχουν επιβραδύνει τον ρυθμό ανάπτυξής τους. Το ενδιαφέρον για την πυρηνική ενέργεια έχει, ωστόσο, αναθερμανθεί τελευταία εξαιτίας της προσπάθειας που καταβάλλουν οι περισσότερες οικονομίες για να εξασφαλίσουν σταθερούς ενεργειακούς πόρους και προπαντός καθαρή ενέργεια. Δεδομένου, εξάλλου, ότι είναι μία από τις ελάχιστες χώρες που διαθέτουν τη σχετική τεχνολογία και μπορούν να την εξάγουν, η Κίνα μπορεί να αποτελέσει αξιόπιστη προμηθεύτρια φθηνής πυρηνικής ενέργειας για τις χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου. Προκειμένου να διαθέτει και εχέγγυα ασφάλειας, επικεντρώνεται σε έναν από τους λεγόμενους αντιδραστήρες τρίτης γενιάς, τον Hualong One, που διαθέτει ενισχυμένα συστήματα ασφάλειας. Το περασμένο έτος παρουσίασε, άλλωστε, on line τον πρώτο στον κόσμο αντιδραστήρα τέταρτης γενιάς, ενώ παράλληλα αναπτύσσει τον Linglong One, επίσης νεότερης τεχνολογίας και μεγαλύτερης ασφάλειας.

(από την εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)