Ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός, ειδικά μεταξύ των δυτικών κρατών και των «αναθεωρητικών δυνάμεων», έχει σηματοδοτήσει έναν αγώνα δρόμου για την επιβολή νέων προστατευτικών μέτρων, οι οποίοι απειλούν άμεσα την παγκόσμια οικονομία.
Και το ρεύμα αυτό δεν φαίνεται να επιβραδύνεται, αντιθέτως αναμένεται να κλιμακωθεί με την έλευση της προεδρίας Τραμπ στις ΗΠΑ και τη θέσπιση νέων δασμών προς όλους του εμπορικούς εταίρους της Ουάσιγκτον. Τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, όταν οι μεγαλύτερες οικονομίες είχαν υιοθετήσει μία πολιτική προστατευτισμού— που σύμφωνα με πολλούς αναλυτές αποτέλεσαν το οικονομικό υπόβαθρο για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο— θυμίζει η σημερινή κατάσταση, με πολλές από τις πιο αναπτυγμένες χώρες να στρέφονται εκ νέου σε τέτοιου είδους προσεγγίσεις. Η πολιτική αυτή μεταστροφή προκαλεί σειρά προβλημάτων για την επιχειρηματικότητα, ειδικά στους κλάδους της πράσινης μετάβασης και της ψηφιακής τεχνολογίας.
Ιδιαίτερα αισθητή είναι η διαφορά σε χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Γερμανία, όπου το ελεύθερο εμπόριο θεωρούταν θεμελιώδης λίθος των δημοκρατικών κοινωνιών.
Το φαινόμενο αυτό αποτυπώνεται αναλυτικά στη νέα έκθεση ‘PoliticalRiskOutlook’ της VeriskMaplecroft που δημοσιεύτηκε αυτή την εβδομάδα. Όπως αναδεικνύει η έκθεση, μία σειρά διεθνών εξελίξεων, όπως η πανδημία και ο πόλεμος της Ουκρανία, έχουν σηματοδοτήσει τη ραγδαία αύξηση των προστατευτικών μέτρων στον τομέα των πρώτων υλών. Με 72 από τις 198 χώρες που εξετάστηκαν να έχουν εντείνει τους εμπορικούς περιορισμούς κατά την τελευταία πενταετία, με τις επιχειρήσεις να αναγκάζονται να επανεξετάσουν την έκθεσή τους σε περιοχές «γεωπολιτικού ρίσκου». Και μολονότι παλιότερα κάτι τέτοιο θα σήμαινε τον διαχωρισμό σε δύο στρατόπεδα, με τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους εναντίον του Σινο-Ρωσικού άξονα, η επιστροφή Τραμπ προμηνύει μία ακόμα ευρύτερη ρήξη, όπου ακόμα και οι δυτικές δυνάμεις θα μπορούσαν να στραφούν η μία εναντίον της άλλης.
Ο δείκτης προστατευτισμού για τις πρώτες ύλες κατά το δ’ τρίμηνο του 2024. Πηγή: Verisk Maplecroft.
Η κατάσταση αυτή έχει δυσχεράνει το σύστημα του παγκόσμιου εμπορίου όπως αυτό είχε διαμορφωθεί από το 1989 τουλάχιστον. Μέχρι πρόσφατα, μία πρώτη ύλη μπορούσε να παράγεται σε ένα κράτος, να υπόκεινται σε επεξεργασία σε ένα άλλο, και να συναρμολογείται ως μέρος ενός τελικού προϊόντος σε ένα τρίτο κράτος, χωρίς να υπάρχουν δραματικά κόστη μεταφοράς και εισόδου από τη μία χώρα στην άλλη. Η επιβολή δασμών, ωστόσο, σημαίνει ένα νέο απρόβλεπτο κόστος ανάμεσα στα διάφορα στάδια της εφοδιαστικής αλυσίδας, χωρίς καν να συνυπολογίζονται οι απειλές κατά τη διαδικασία μεταφοράς αυτής καθαυτής— όπως η κρίση στην Ερυθρά Θάλασσα ή η αποξήρανση της Διώρυγας του Σουέζ.
Εντούτοις, η εξολοκλήρου εθνικοποίηση της παραγωγής δεν είναι δυνατή πολλές φορές, είτε γιατί δεν υπάρχουν ορισμένες κρίσιμες πρώτες ύλες, είτε γιατί δεν υπάρχει η τεχνογνωσία για την επεξεργασία τους, είτε γιατί οι τελικοί καταναλωτές δεν είναι πρόθυμοι να επιβαρυνθούν με τα επιπρόσθετα κόστη εγχώριας παραγωγής. Ως εκ τούτου, οι προστατευτικές αυτές προσεγγίσεις συχνά οδηγούν σε άνοδο των τιμών για τα τελικά προϊόντα, αλλά και εξάλειψη των μικρότερων επιχειρήσεων που δεν μπορούν να διαμορφώσουν εναλλακτικές εφοδιαστικές αλυσίδες. Με τον προστατευτισμό να οδεύει προς νέα κλιμάκωση εντός του 2025, οι πληθωριστικές τάσεις είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα ακολουθήσουν.