Καθώς η Ισλαμιστική οργάνωση Hayat Tahrir al Sham (HTS), που μαζί με στοιχεία του Συριακού Εθνικού Στρατού (SΝΑ), που έριξε το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ σε μια επιχείρηση αστραπή 13 ημερών καταλαμβάνοντας την Δαμασκό, προσπαθεί να βρει τον βηματισμό της σε μια υποτιθέμενη ειρηνική και αναίμακτη κυβερνητική μετάβαση, μια σειρά από προβλήματα κάνουν αναπόφευκτα την εμφάνιση τους. Με πλέον σοβαρό τον έλεγχο του κυβερνητικού μηχανισμού που άφησε φεύγοντας ο Άσαντ, μέσω της τοποθέτησης ομάδας τεχνοκρατών, προερχόμενης από την κυβέρνηση της επαρχίας Ιντλίμπ, στα βορειοδυτικά της χώρας, την οποία η HTS κυβερνούσε με σιδηρά πυγμή και βάσει της Σαρίας τα τελευταία δέκα χρόνια με την ανοικτή υποστήριξη της Τουρκίας

Έχει ενδιαφέρον η προσπάθεια μεταμόρφωσης της Ισλαμιστικής HTS, αφ’ ης στιγμής η ηγεσία της αφίχθη στην πρωτεύσας της Συρίας, σε δήθεν πατριωτική πανεθνική οργάνωση με πρωταρχικό στόχο, βάσει δηλώσεων του αρχηγού της αλ Τζολανί, την ενότητα του Συριακού λαού και την συμπερίληψη όλων των μειονοτήτων (χριστιανοί ορθόδοξοι, Μαρωνίτες, αλαουίτες κλπ). Κάτι που ασφαλώς μένει να αποδειχθεί, αφού οι περισσότεροι παρατηρητές παραμένουν πολύ επιφυλακτικοί εκτιμώντας ότι αργά ή γρήγορα θα ξετυλιχτεί η αμιγώς Ισλαμική ατζέντα της νέου καθεστώτος.

Βάσει τελευταίων πληροφοριών έχει σχηματιστεί μεταβατικό κυβερνητικό σχήμα - γνωστό ως Συριακή Κυβέρνηση Σωτηρίας (Syrian Salvation Government) - τετράμηνης διάρκειας, έχοντας ήδη ορίσει προσωρινό πρωθυπουργό τον Μοχάμεντ Αλ Μπασίρ.

Σύμφωνα με δηλώσεις στελεχών της, η SSG έχει δύο βασικούς στόχους. Ο πρώτος έχει να κάνει με την εξασφάλιση των βασικών υπηρεσιών στον χώρο της ενέργειας (δηλ. συνεχής παροχή ηλεκτρισμού, φ. αερίου, καυσίμων),των τηλεπικοινωνιών, της υγειονομικής περίθαλψης και της καθαριότητας. Ενώ ο δεύτερος αφορά τον έλεγχο των αρμών της εξουσίας, σε μια χώρα που, όμως, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υποδομών και κοινωνικής συνοχής, όπου τα τραύματα από τον πολυετή εμφύλιο είναι ακόμα ανοικτά και δυσβάστακτα για μεγάλη μερίδα κόσμου. Ας μην ξεχνάμε ότι κατά την περίοδο του εμφυλίου, σύμφωνα με στοιχεία του Syrian Observatory of Human Rights σκοτώθηκαν περί τα 600.000 άτομα ενώ μετανάστευσαν 3,5 εκατομμύρια, αδυνατώντας να επιβιώσουν σε ένα καθαρό εχθρικό περιβάλλον που είχε δημιουργήσει ο Άσαντ.

Ένα από τα βασικά θέματα που έχει να αντιμετωπίσει το νέο καθεστώς είναι η εξασφάλιση επαρκών καυσίμων για τις μεταφορές (ντίζελ και βενζίνη), για παραγωγή ηλεκτρισμού (φ. αέριο, πετρέλαιο, μαζούτ) και για θέρμανση κτιρίων (φ. αέριο, πετρέλαιο θέρμανσης). Σήμερα η ενεργειακή τροφοδοσία της Συρίας επιτυγχάνεται μέσω εισαγωγών φυσικού αερίου από την Ιορδανία, προερχόμενο από την Αίγυπτο, μέσω του Arab Gas Pipeline, και με εισαγωγές αργού και διυλισμένων προϊόντων. Με την Συρία από παραγωγός και εξαγωγέας αργού πετρελαίου, που ήταν μέχρι το 2011, να έχει καταντήσει καθαρός εισαγωγέας, κυρίως προϊόντων, αφού τα διυλιστήριά της έχουν υποστεί σοβαρές ζημιές και αδυνατούν να λειτουργήσουν στο πλήρες δυναμικό τους.

Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η τελευταία κανονική χρονιά από πλευράς παραγωγής αργού στην Συρία ήταν το 2010, όταν αυτή έφθασε τα 385.000 βαρέλια την ημέρα, από τα οποία εξήγαγε 148.000 βαρέλια ημερησίως, με τα υπόλοιπα να χρησιμοποιούνται για εγχώριες ανάγκες. Τότε, οι εξαγωγές αργού απέφεραν στην Συριακή κυβέρνηση περί τα $ 3.2 δισεκ., ποσό που κάλυπτε περίπου το 25% του κρατικού προϋπολογισμού. Με το που ξεκίνησαν οι ταραχές το 2011, η παραγωγή αφού μειώθηκε στα 353.000 βαρέλια ενώ σήμερα αυτή κινείται στο επίπεδο των 25.000 βαρελιών.

Η παραγωγή αργού μειώθηκε 90% την περίοδο που ακολούθησε το 2011, αφού κατά την διάρκεια του 10 ετούς εμφύλιου καταστράφηκε το μεγαλύτερο μέρος των παραγωγικών και μεταφορικών υποδομών (βλέπε πηγάδια παραγωγής, αγωγοί πετρελαίου) με τις περισσότερες από αυτές, που βρίσκονται στις ανατολικές επαρχίες, κυρίως πέριξ της Deir ez Zor, να πέφτουν στα χέρια των Τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους, οι οποίοι τις κατέστρεψαν αδυνατώντας να τις λειτουργήσουν.

Έτσι, σήμερα οι περισσότερες ανάγκες καλύπτονται από εισαγωγές προϊόντων, κυρίως από την Τουρκία και αργό από το Ιράν. Σύμφωνα με στοιχεία του Argus, εκτιμάται ότι το τελευταίο διάστημα το Ιράν έστελνε στο καθεστώς Άσαντ 10.000 με 20.000 βαρέλια την ημέρα. Με την αποχώρηση του Ιράν από την Συρία, η Δαμασκός απώλεσε αίφνης το πλέον βασικό ενεργειακό στήριγμα που είχε ως τώρα. Είναι χαρακτηριστική η πληροφορία ότι ένα Ιρανικό τάνκερ φορτωμένο με 750.000 βαρέλια αργού που ευρίσκετο καθ’ οδόν για να ξεφορτώσει στο λιμάνι Μπανιάς στην Συρία, μόλις έγινε γνωστή η πτώση του καθεστώτος , η Τεχεράνη διέταξε την επιστροφή του πολύτιμου φορτίου, με το τάνκερ να κάνει επί τόπου στροφή 180 μοιρών ενώ έπλεε στην Ερυθρά Θάλασσα. Σύμφωνα με πληροφορίες από ενεργειακούς κύκλους της Τεχεράνης, η κυβέρνηση Ασαντ χρωστούσε στο Ιράν $ 30-$40 δισεκ. από προμήθειες πετρελαίου τα τελευταία χρόνια.

Είναι προφανές ότι την τεράστια αυτή ενεργειακή πίστωση που είχε εξασφαλίσει ο Άσαντ από την Τεχεράνη δεν πρόκειται να δοθεί εύκολα από κανένα άλλο κράτος χωρίς την εξασφάλιση σοβαρών ανταλλαγμάτων. Το Ιρανικό καθεστώς είχε δεσμευτεί απόλυτα στην υποστήριξη του Άσαντ στο πλαίσιο της ευρύτερης πολιτικής της στην περιοχή με την προβολή του Σιιτικού τόξου μέχρι την Μεσόγειο και την δημιουργία του «Άξονα της Αντίστασης». Μια πολιτική, όμως, που κατέρρευσε μέσα σε μια νύκτα. Επιπλέον, η Τεχεράνη απέβλεπε σε μια ομαλοποίηση της πολιτικής κατάστασης, κάτι που θα επέτρεπε σε ιρανικές εταιρείες να αναπτύξουν και να εκμεταλλευτούν σε μεγάλο ποσοστό τα σημαντικά πετρελαϊκά κοιτάσματα της Συριας.

Με το Ιράν εκτός ενεργειακού ταμπλό στην Συρία, η μόνη άλλη χώρα που θα μπορούσε να υποστηρίξει την Δαμασκό προσφέροντας σημαντικές πιστώσεις για εξαγωγές πετρελαίου είναι η Ρωσία, που, όμως, και αυτή όπως είδαμε από την πλήρη αδυναμία της να υποστηρίξει στρατιωτικά τον Ασαντ, αντιμετωπίζει τα δικά της προβλήματα λόγω της τεράστιας εμπλοκής της στο Ουκρανικό μέτωπο. Όμως, προκειμένου να διατηρήσει την ναυτική της βάση στην Ταρτούς, την μόνη που διαθέτει στην Μεσόγειο, σύμφωνα με εκτιμήσεις στρατιωτικών και διπλωματικών κύκλων, η Μόσχα φαίνεται να εξετάζει σοβαρά την δυνατότητα να αναλάβει αυτή πλέον την επί πιστώσει ενεργειακή τροφοδοσία της νέας Συριακής κυβέρνησης. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση πρέπει να θεωρείται βέβαιη η απαίτηση της Μόσχας για εμπλοκή ρωσικών ενεργειακών εταιρειών στην ανάπτυξη και εκμετάλλευση του πολύ αξιόλογου πετρελαϊκού πλούτου που αναμφισβήτητα διαθέτει η Συρία, που, σύμφωνα με εκτιμήσεις, φθάνει τα 2,5 δισεκ. βαρελιών αποδεδειγμένων αποθεμάτων.

Χάρτης των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων της Συρίας (με πράσινο σημειώνονται τα κοιτάσματα πετρελαίου, με κόκκινο τα κοιτάσματα φ. αερίου)

πηγή: researchgate.net

Πέρα από την αναζήτησή προμηθευτή για αργό πετρέλαιο, που θα είναι πρόθυμος να βάλει το χέρι στη τσέπη προσφέροντας γενναιόδωρες πιστώσεις, η προσωρινή κυβέρνηση θα πρέπει να αποκαταστήσει την λειτουργία των δύο βασικών δυιλιστηρίων που διαθέτει η χώρα, στο λιμάνι του Μπανιάς (140,000 βαρ./ημέρα) και στην Χόμς (110,000 βαρ./ημέρα), τα οποία λειτουργούν σε λιγότερο του 1/4 της παραγωγικής τους δυναμικότητας.

Εν τω μεταξύ, και σύμφωνα με τελευταία στοιχεία του ΙΕΑ, η ζήτηση για προϊόντα στην Συρία έχει μειωθεί κατά 60% την περίοδο μεταξύ 2011 και 2022 ως αποτέλεσμα του εμφυλίου πολέμου. Κάτι που ασφαλώς δεν είναι εύκολο να γίνει μέσα σε λίγους μήνες, αφού προϋποθέτει όχι μόνο κεφάλαια (που δεν υπάρχουν) αλλά και εξειδικευμένο προσωπικό. Με την έξοδο του Ιράν από την πολιτική σκηνή της Συρίας να ακολουθείται με την αποχώρηση εξειδικευμένου τεχνικού προσωπικού που εργαζόταν τόσο στα δυιλιστήρια όσο και στη αποκατάσταση της πετρελαϊκής παραγωγής.

Αναπόφευκτα μέσα στους επόμενους μήνες προβλέπεται ότι θα αυξηθούν οι εισαγωγές πετρελαϊκών προϊόντων, κυρίως από την Τουρκία και Αίγυπτο, καθώς θα αυξάνεται η ζήτηση με την επιστροφή αρκετών χιλιάδων προσφύγων, την αποκατάσταση της έννομης τάξης και την επιστροφή της οικονομίας σε πλέον κανονικούς ρυθμούς. Όμως, με την χώρα να διαθέτει σημαντικά αποθέματα υδρογονανθράκων, το ενεργειακό δίλλημα της νέας κυβέρνησης θα αναδειχτεί σε μείζον θέμα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Με άλλα λόγια, η SSG θα πρέπει να αποφασίσει τάχιστα στην ιεράρχηση των προτεραιοτήτων που θα θέσει στον ενεργειακό τομέα. Αφ’ ενός μεν εξασφαλίζοντας στοιχειώδεις συνθήκες διαβίωσης, εν μέσω χειμώνα, σε ένα πληθυσμό που αδυνατεί να αντιμετωπίσει τις βασικές ανάγκες διαβίωσης, και αφ’ ετέρου να σχεδιάσει τις απαραίτητες επενδύσεις για την ανάπτυξη του δυναμικού υδρογονανθράκων σε μια προσπάθεια να επιτευχθεί οικονομική ανάκαμψη.

Όμως, με την πολιτική κατάσταση να παραμένει ιδιαίτερα ρευστή και με μεγάλη αβεβαιότητα για την επόμενη ημέρα, ακόμα και η αντιμετώπιση των επειγουσών αναγκών της χώρας στην παροχή ενέργειας, καθίσταται ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα.