Έκτοτε έχουν μεσολαβήσει πολλά και ο εμπορικός πόλεμος έχει προσλάβει διεθνείς διαστάσεις. Η επόμενη φάση του αναμένεται μετά τις 20 Ιανουαρίου, οπότε αναλαμβάνει καθήκοντα ο Τραμπ και απειλεί με δασμούς 10% σε όλες τις εισαγωγές και 60% στα κινεζικά προϊόντα. Αυτή τη φορά, όμως, οι συνθήκες είναι διαφορετικές καθώς τόσο η Κίνα, υπ’ αριθμόν ένα στόχος της επιθετικότητας του Τραμπ, όσο και άλλοι εμπορικοί εταίροι των ΗΠΑ έχουν ήδη πάρει θέσεις μάχης και έχουν ετοιμάσει οπλοστάσιο για να αντεπιτεθούν.
Για την ακρίβεια, η Κίνα έχει ήδη περάσει στην αντεπίθεση. Περιμένοντας τον Τραμπ και τους δασμούς του, το Πεκίνο διεξάγει έρευνες στον αμερικανικό κολοσσό των μικροεπεξεργαστών, στην Nvidia, την οποία κατηγορεί ότι παραβίασε τους όρους υπό τους οποίους πήρε το 2020 την έγκριση για την εξαγορά μιας ισραηλινής εταιρείας. Από τον Σεπτέμβριο διερευνά επίσης τον αμερικανικό όμιλο PVH, στον οποίο ανήκουν τα δημοφιλή ρούχα των εμπορικών σημάτων Calvin Klein και Tommy Hilfiger, και απειλεί να απαγορεύσει την πώλησή τους στην κινεζική αγορά, από την οποία αντλούν το 6% των παγκόσμιων εσόδων τους. Και προπαντός έχει επιβάλει σκληρό έλεγχο στις εξαγωγές ορισμένων εκ των πιο κρίσιμων μετάλλων για την παραγωγή μικροεπεξεργαστών, του γάλλιου και του γερμάνιου, πρώτων υλών που σαφώς θα δημιουργήσουν πρόβλημα στις αμερικανικές βιομηχανίες, ενώ έχει για πολλοστή φορά θέσει περιορισμούς στις εξαγωγές σπάνιων γαιών, των πρώτων υλών που είναι αναγκαίες σε όλες τις σύγχρονες τεχνολογίες.
Το Πεκίνο σχεδιάζει την υποτίμηση του γουάν έναντι του δολαρίου ώστε να καταστήσει φθηνότερα τα κινεζικά προϊόντα.
Με αυτές τις κινήσεις το Πεκίνο έχει αντεπιτεθεί στους σκληρούς περιορισμούς που έχει επιβάλει η Ουάσιγκτον όχι υπό τον Τραμπ, αλλά υπό τον Μπάιντεν στις εξαγωγές τεχνολογίας μικροεπεξεργαστών προς την Κίνα. Παράλληλα, όμως, έχει δώσει μια γεύση από το οπλοστάσιό της. Είναι σαφές πως αν η Κίνα επιχειρούσε να αντεπιτεθεί με όρους δασμών στα αμερικανικά προϊόντα θα έπαιζε στο γήπεδο του Τραμπ, καθώς οι εισαγωγές της από τις ΗΠΑ ωχριούν μπροστά στον ιλιγγιώδη όγκο προϊόντων που εξάγει στην υπερδύναμη. Η τελευταία γραμμή άμυνας της Κίνας αφέθηκε να διαρρεύσει ανεπισήμως μέσα στην εβδομάδα και θύμισε παλαιότερες τεχνικές της, γνωστές από την εποχή που πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν ο Μπαράκ Ομπάμα και κατηγορούσε το Πεκίνο ότι διατηρούσε τεχνητά χαμηλή την ισοτιμία του γουάν για να είναι ανταγωνιστικά τα κινεζικά προϊόντα.

Πρόκειται για μια τακτική που έχει εγκαταλείψει εδώ και χρόνια και αντιθέτως ελέγχει ασφυκτικά την ισοτιμία του κινεζικού νομίσματος επιτρέποντας μόνο μια διακύμανση ± 2% σε σχέση με την τιμή που ορίζει καθημερινά η κεντρική τράπεζα της χώρας.
Τώρα, όμως, σχεδιάζει την υποτίμηση του γουάν έναντι του δολαρίου ώστε να καταστήσει φθηνότερα τα κινεζικά προϊόντα και να μειώσει τη ζημία που θα υποστούν οι εξαγωγές της από τους δασμούς που απειλεί να επιβάλει ο Τραμπ.
Το «οπλοστάσιο» της Ευρώπης
Ανάμεσα στις κατηγορίες που έχει εξαπολύσει ο Τραμπ προς τους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ είχε μια δόση γραφικότητας εκείνη κατά της Ε.Ε., στην οποία έχει επιρρίψει ότι «κακομεταχειρίζεται» την υπερδύναμη. Και βέβαια η Ε.Ε. επίσης αιφνιδιάστηκε στην πρώτη θητεία του Τραμπ όταν επικαλούμενος ζήτημα εθνικής ασφάλειας επέβαλε δασμούς στα ευρωπαϊκά προϊόντα χάλυβα και αλουμινίου. Για τις Βρυξέλλες ο αιφνιδιασμός ήταν πλήρης, καθώς η Γηραιά Ηπειρος δεν διέθετε άλλο οπλοστάσιο πέραν της ανταπόδοσης με παρεμφερή μέτρα αντεκδίκησης.
Η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ τάχθηκε τον περασμένο μήνα υπέρ της συνεργασίας με τον Τραμπ αντί της αντεκδίκησης, προκειμένου να αποφύγει η Ε.Ε. έναν εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ, που όπως τόνισε θα αποβεί εις βάρος όλων και θα μειώσει το παγκόσμιο ΑΕΠ. Η κ. Λαγκάρντ υποστήριξε πως μπορεί η Ε.Ε. να αυξήσει τις εισαγωγές αμερικανικών προϊόντων, όπως αμυντικό εξοπλισμό και αμερικανικό υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG). Η Ε.Ε. έχει ήδη στραφεί στο αμερικανικό LNG από τη στιγμή που διέρρηξε τη μακροχρόνια ενεργειακή συνεργασία της με τη Ρωσία και έπαψε να βασίζεται στο φθηνό ρωσικό αέριο. Το αμερικανικό LNG συγκαταλεγόταν, άλλωστε, στα αμερικανικά προϊόντα που είχε δεσμευθεί να εισάγει η Ε.Ε. με την υπογραφή του τότε προέδρου της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ στη διάρκεια της πρώτης θητείας του Τραμπ. Σε αντίθεση, πάντως, με τη στάση της στην πρώτη θητεία του Τραμπ, η Ε.Ε. έχει έκτοτε αναθεωρήσει τη φιλοσοφία της στο θέμα του εμπορίου, προκειμένου να θωρακίσει την οικονομία της, και έχει επεκτείνει την εργαλειοθήκη της, με την οποία θα αντιδράσει στις πιεστικές κινήσεις του Τραμπ.
Υπέρ της συνεργασίας με Τραμπ η Λαγκάρντ, προτείνει αύξηση εισαγωγών αμερικανικού αμυντικού υλικού και LNG.
Στις αρχές του έτους η Κομισιόν υιοθέτησε νέα στρατηγική οικονομικής ασφάλειας προκειμένου να επιστρατεύσει όλες τις δυνάμεις της ενιαίας αγοράς για να αντικρούσει τις πιέσεις που ενδέχεται να δεχθεί, ανεξάρτητα από το εάν αυτές θα προέρχονται από την Ουάσιγκτον ή το Πεκίνο. Τα κράτη-μέλη της έχουν συμφωνήσει σε ένα νέο πλαίσιο εξουσιών που παραχωρούν στην Κομισιόν στον τομέα του εμπορίου και με τις οποίες θα έχει η Ε.Ε. τη δυνατότητα να αντιδρά όταν τρίτες χώρες χρησιμοποιούν οικονομικά μέτρα ως μέσον πολιτικής εκδίκησης. Πρωτίστως δίνουν στην Κομισιόν τη δυνατότητα να επιβάλει δασμούς ως μέτρα αντεκδίκησης. Παράλληλα, η Ε.Ε. υιοθέτησε τη λεγόμενη ρύθμιση για τις ξένες επιδοτήσεις, με την οποία εξουσιοδοτεί την Κομισιόν να αποκλείει εφεξής όσες ξένες εταιρείες λαμβάνουν κρατικές ενισχύσεις από τις δημοπρασίες για δημόσια έργα ή από τη συμμετοχή σε συγχωνεύσεις και εξαγορές στα κράτη-μέλη της.
Οπως τόνισε προσφάτως η Πένι Νάας, ειδική επί θεμάτων διεθνούς πολιτικής στο Γερμανικό Ταμείο Μάρσαλ στην Ουάσιγκτον, είναι γεγονός ότι η Ευρώπη διαθέτει πλέον πολύ περισσότερα εργαλεία για να αντιδράσει σε τυχόν επιθέσεις του Τραμπ, αλλά το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσον θέλει όντως να αντεπιτεθεί ή προτιμά να αμύνεται.
Αντίμετρα από το Μεξικό, συναγερμός στον Καναδά
«Οι ΗΠΑ εξάγουν προϊόντα αξίας εκατοντάδων δισ. δολαρίων στο Μεξικό και στον Καναδά, και όποιος νομίζει πως οι χώρες αυτές θα παραμείνουν άπραγες και θα δεχθούν τους δασμούς χωρίς να προβούν σε αντίποινα, δεν έχει παρατηρήσει τι γίνεται». Η δήλωση ανήκει στον Κιθ Ρόκγουελ, πρώην διευθυντή του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, που προέβλεψε πως οι κινήσεις του Τραμπ θα οδηγήσουν σε πολυμερή εμπορικό πόλεμο.
Η άμεση αντίδραση των δύο χωρών, του Μεξικού και του Καναδά, ήταν να διαμηνύσουν στον Ντόναλντ Τραμπ πως ένας εμπορικός πόλεμος όχι μόνο δεν θα εξυπηρετήσει τα συμφέροντα καμιάς εκ των εμπλεκομένων χωρών, αλλά θα πλήξει και τις τέσσερις χώρες, ΗΠΑ, Μεξικό, Καναδά και Κίνα, και θα έχει άμεσο επιβαρυντικό αντίκτυπο στους Αμερικανούς καταναλωτές. Η πρόεδρος του Μεξικού, Καλούντια Σέινμπαουμ, έσπευσε αμέσως να προειδοποιήσει με αντίποινα υπό μορφήν δασμών και να καταστήσει σαφές πως οι δασμοί θα πλήξουν πρώτα από όλα την General Motors, την πανίσχυρη αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία που εισάγει αυτοκίνητα ή και τμήματα αυτοκινήτων συναρμολογημένα στο Μεξικό. Από την πλευρά του ο πρωθυπουργός του Καναδά, Τζάστιν Τριντό, έσπευσε να υπενθυμίσει στον νεοεκλεγέντα πρόεδρο των ΗΠΑ πως η διμερής σχέση τους είναι αμοιβαία επωφελής.
Και οι δύο χώρες προειδοποιούν ότι θα υπάρξει επιβαρυντικός αντίκτυπος στους Αμερικανούς καταναλωτές.
Δεν άργησε να έρθει η εκτίμηση οικονομολόγων της ING που αποφάνθηκαν πως η υλοποίηση της απειλής του Τραμπ για δασμούς από 10% έως 20% σε όλες τις εισαγωγές και 60% στις εισαγωγές από την Κίνα θα κοστίσει σε κάθε Αμερικανό καταναλωτή περίπου 2.400 δολάρια τον χρόνο.
«Αυτή η ενδεχόμενη αύξηση στις τιμές καταναλωτή και στον πληθωρισμό μπορεί να έχει εκτεταμένες επιπτώσεις», προειδοποίησε άμεσα ο Τζέιμς Νίτλεϊ της ING και διευκρίνισε ότι αναφέρεται στην αμερικανική οικονομία, «στην οποία οι καταναλωτικές δαπάνες αντιπροσωπεύουν το 70% όλης της οικονομικής δραστηριότητας». Με δεδομένο ότι το Μεξικό και ο Καναδάς αντιπροσωπεύουν το 32% των φρέσκων φρούτων και το 34% των φρέσκων λαχανικών που εισάγουν οι ΗΠΑ, οι τιμές αναμένεται να εκτοξευθούν σε όλα αυτά τα προϊόντα. Οι εξαγωγές του Καναδά στις ΗΠΑ ανέρχονται σε 437 δισ. δολ. με στοιχεία του 2022, ενώ την ίδια χρονιά ο Καναδάς ήταν η μεγαλύτερη αγορά για τις εξαγωγές αμερικανικών προϊόντων. Αναμφίβολα ένας εμπορικός πόλεμος ανάμεσα στις ΗΠΑ και τον Καναδά θα ήταν καταστρεπτικός για τον βόρειο γείτονα των ΗΠΑ, καθώς το 75% των εξαγωγών του Καναδά προορίζεται για την αμερικανική αγορά. Οπως προειδοποίησε τον Τραμπ ο πρωθυπουργός του Οντάριο, της πιο πλούσιας περιφέρειας του Καναδά, οι εκατέρωθεν δασμοί «θα είναι καταστρεπτικοί για τους εργαζομένους και τις θέσεις εργασίας τόσο στον Καναδά όσο και στις ΗΠΑ».
Ο κίνδυνος
Απαντώντας στις απειλές του Τραμπ κατά της χώρας της για την επιβολή δασμών, η πρόεδρος του Μεξικού Κλαούντια Σέινμπαουμ προειδοποίησε για τις επιπτώσεις αυτής της πολιτικής, τονίζοντας ότι «οι μεν δασμοί θα φέρουν άλλους δασμούς ως αντίποινα και πάει λέγοντας μέχρις ότου στο τέλος θα θέσουμε σε κίνδυνο τις κοινές μας δραστηριότητες».
1,4 τρισ.
δολ. είναι η αξία του πακέτου μέτρων στήριξης που έχει χορηγήσει το Πεκίνο στην οικονομία από το τέλος Σεπτεμβρίου και μετά.
Συνεργασία
Μετά τις απειλές του Ντόναλντ Τραμπ για δασμούς 25% στα προϊόντα του Καναδά, ο Καναδός πρωθυπουργός Τζάστιν Τριντό επικοινώνησε με τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο των ΗΠΑ και, όπως ανακοίνωσε αργότερα, του είπε πως η χώρα του είναι έτοιμη να συνεργαστεί με τις ΗΠΑ «κατά εποικοδομητικό τρόπο». Διασαφήνισε, πάντως, πως «είναι μια σχέση που γνωρίζουμε ότι χρειάζεται πολλή δουλειά και ακριβώς αυτό θα κάνουμε».
3,4 δισ.
δολ. υπολογίζεται πως θα κοστίσουν στην αμερικανική οικονομία οι περιορισμοί που επέβαλε το Πεκίνο στις εξαγωγές γαλλίου και γερμανίου.
Παρενέργειες
Σχολιάζοντας τα σχέδια της Κίνας να δρομολογήσει υποτίμηση του γιουάν ώστε να καταστήσει πιο ανταγωνιστικές τις εξαγωγές κινεζικών προϊόντων, ο Φρεντ Νόιμαν, αναλυτής της HSBC για θέματα οικονομιών της Ασίας, τόνισε πως «όπως και να το κάνουμε, είναι μια επιλογή. Είναι στο τραπέζι και οι αλλαγές στις συναλλαγματικές ισοτιμίες ως μέσον για να αμβλύνουμε τις παρενέργειες των δασμών».
(από την εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)