με τις εκτιμήσεις των αναλυτών μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία να αποδεικνύονται άστοχες. Πλέον, οι ιδιοκτήτες ελπίζουν σε ραγδαία ανάπτυξη του εμπορίου LNG εντός των επόμενων ετών, κάτι που ωστόσο σε μπορεί να θεωρείται βέβαιο.
Είναι ευρέως γνωστό πως ο μεγάλος κερδισμένος από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ήταν ο τομέας του LNG, καθώς η διακοπή των ροών φυσικού αερίου από τη Ρωσία προς την Ευρώπη μέσω αγωγών σήμανε το άνοιγμα μίας μεγάλης νέας αγοράς για τους προμηθευτές ΥΦΑ. Παράλληλα, το φυσικό αέριο επιλέχθηκε ως το «μεταβατικό καύσιμο» της πράσινης μετάβασης, μία απόφαση που έστρεψε αρκετά κράτη προς τις εισαγωγές LNG έναντι πετρελαίου. Με αυτά τα δεδομένα, το ενδιαφέρον για τα υγραεριοφόρα πλοία είχε επίσης αυξηθεί, με τους πλοιοκτήτες να ποντάρουν στη μεταφορά του καυσίμου από τη Βόρεια Αμερική προς τα λιμάνια της Ασίας και της Ευρώπης.
Εντούτοις, οι ελπίδες αυτές δεν έχουν ευοδωθεί προς το παρόν. Μολονότι μία νέα στρατιά τάνκερ ΥΦΑ έχει ναυπηγηθεί, οι αντίστοιχες δομές επεξεργασίας φυσικού αερίου παραμένουν ανολοκλήρωτες. Αυτό σημαίνει πως επί του παρόντος δεν υπάρχουν αρκετά τερματικά LNG ώστε να εξυπηρετήσουν τα διαθέσιμα υγραεριοφόρα, με τις περισσότερες παραδόσεις έργων να ολοκληρώνονται εντός της επόμενης διετίας. Η είσοδος νέων έργων στο σύστημα θα μπορούσε να επιταχυνθεί στον μεγαλύτερο εξαγωγέα φυσικού αερίου, δηλαδή τις ΗΠΑ, υπό τη διακυβέρνηση Τραμπ, ωστόσο η επιβολή δασμών προς τους μεγαλύτερους πελάτες των Αμερικανών προμηθευτών θα μπορούσε να έχει απρόβλεπτες συνέπειες στις παραγγελίες.
Την ίδια στιγμή, ο αρχικός πανικός του 2022 που προκάλεσε την ενεργειακή κρίση έχει πια τελειώσει, με τις μεγαλύτερες αγορές όπως η Ευρώπη, η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, και η Κίνα να έχουν διασφαλίσει τα συμβόλαια που χρειάζονται, ή ακόμα και εναλλακτικές μορφές ενέργειας πέρα από τα ορυκτά καύσιμα. Χαρακτηριστικά, στην περίπτωση της Ευρώπης, τα αποθέματα φυσικού αερίου είναι ήδη αρκετά υψηλά λόγω του περσινού ήπιου χειμώνα, ενώ στην περίπτωση της Κίνας, οι εισαγωγές μέσω αγωγών αυξάνονται χάρη στην εντεινόμενη συνεργασία με τη Ρωσία. Συνολικά, οι παγκόσμιες εξαγωγές LNG για το 2024 αναμένεται να αυξηθούν μόλις κατά 1%, ενώ υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να είχαν φτάσει το 6-8%.
Ως εκ τούτου, το κόστος μίσθωσης των υγραεριοφόρων έχει μειωθεί σχεδόν κατά 80% από τους καλοκαιρινούς μήνες, παρά το γεγονός ότι η τρέχουσα εποχή θεωρείται παραδοσιακά περίοδος αιχμής για τις μεγαλύτερες αγορές. Τα στοιχεία της Spark Commodities καταδεικνύουν πως αυτές οι τιμές είναι οι χαμηλότερες από το 2019, όταν και άρχισαν να παρατηρούνται οι δραματικές αυξήσεις στο κόστος του LNG. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα, το κόστος απόπλου μπορεί να είναι υψηλότερο από το κέρδος μίσθωσης. Σύμφωνα με τους αναλυτές, η απόκλιση αυτή μεταξύ προσφοράς και ζήτησης θα αντισταθμιστεί σταδιακά, είτε μέσω της απόσυρσης παλιότερων σκαφών, είτε μέσω της αύξησης του εμπορίου χάρη στις αναπτυσσόμενες αγορές.