και τις πολιτικές συγκυρίες, η αναμενόμενη αντίδραση της κυβέρνησης Σημίτη θα ήταν να σκληρύνει τη στάση της έναντι στην Τουρκία, καταφεύγοντας σε ρητορικές κορώνες ώστε να συσπειρώσει τους ψηφοφόρους. Παραδόξως, η ελληνική ηγεσία υιοθέτησε μία εντελώς διαφορετική προσέγγιση.
Όπως αποδείχτηκε στη Σύνοδο Κορυφής του Ελσίνκι το 1999, τόσο η ελληνική κυβέρνηση, όσο και η ελληνική διπλωματία, ήταν πεπεισμένες πως τα αυξανόμενα προβλήματα μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας θα λύνονταν μέσω του «εξευρωπαϊσμού» της Τουρκίας. Φυσικά, η ιδέα αυτή δεν γεννήθηκε από το πουθενά, αλλά εδραζόταν στο γενικότερο μεταψυχροπολεμικό αφήγημα της δεκαετίας του ’90 πως η διάδοση της δημοκρατίας και των ελεύθερων αγορών θα έφερνε την παγκόσμια ειρήνη. Αυτός ήταν ο λόγος που η Ελλάδα έδωσε το πράσινο φως για τις ενταξιακές διαδικασίες της Τουρκίας. Ποιος άλλος θεσμός πρέσβευε καλύτερα αυτόν τον (πολιτικά και οικονομικά) φιλελεύθερο θρίαμβο από την Ευρωπαϊκή Ένωση; Η προσπάθεια αυτή κορυφώθηκε στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Ερντογάν, όταν ο σημερινός “Σουλτάνος” φορούσε ακόμα τη μάσκα του φιλελεύθερου μεταρρυθμιστή.
Για να μην αδικήσει κανείς τον ίδιο τον Κώστα Σημίτη, οι διάδοχοί του στην πρωθυπουργία συνέχισαν να πιστεύουν ότι ο αναθεωρητισμός της Τουρκίας μπορεί να γιατρευτεί αν γίνει πλήρες μέλος της ΕΕ. Βέβαια, η ιστορική εμπειρία δεν υποστήριζε αυτή την πεποίθηση. Ελλάδα και Τουρκία συνέχισαν να αντιμετωπίζουν προβλήματα παρά το γεγονός ότι ήταν και οι δύο μέλη του ΝΑΤΟ, και η συμμαχία εξειδικεύεται σε ζητήματα ασφαλείας πολύ περισσότερο από την ΕΕ. Παράλληλα, ασχέτως του τι δήλωναν οι δύο πλευρές στις διμερείς συναντήσεις τους, οι Τούρκοι διατήρησαν το casusbelli που είχαν αρχικά ψηφίσει το 1995, χωρίς καμία ένδειξη ότι υπάρχει περίπτωση να ακυρώσουν την απόφαση αυτή. Στην πραγματικότητα, οι θέσεις της Τουρκίας δεν είχαν αλλάξει.
Καθώς τα χρόνια πέρασαν και οι γεωπολιτικές ισορροπίες στην περιοχή άλλαξαν, η Ελλάδα έχει εγκλωβιστεί στην ιδέα ότι η τουρκική στρατηγική θα αλλάξει δραστικά χάρη σε κάποιου είδους πίεση από τους δυτικούς συμμάχους. Ακόμα και σήμερα, όπου πλέον έχει καταστεί σαφές πως ούτε η Άγκυρα, ούτε οι Βρυξέλλες, επιθυμούν την είσοδο της Τουρκίας στην ΕΕ, και ενώ η Άγκυρα συνεχίζει να αξιοποιεί τη θέση της στο ΝΑΤΟ ώστε να αποσπάσει διάφορα ανταλλάγματα, η εξωτερική πολιτική της Αθήνας πορεύεται με την ίδια ελπίδα. Στο μεταξύ, η Τουρκία αργά αλλά σταθερά ενισχύει τον ρόλο της στην ευρύτερη περιοχή— στα Βαλκάνια μέσω της «ήπιας ίσχυος» και στη Μέση Ανατολή μέσω της «σκληρής ισχύος»— ενώ η Ελλάδα δυσκολεύεται να αναπτύξει την παρουσία της, ακόμα και σε κράτη με τα οποία δεν έχει σοβαρές διαμάχες.
Η στρατηγική του Κώστα Σημίτη μπορεί να ήταν σωτήρια την εποχή που άρχισε να εφαρμόζεται, καθώς σε γενικές γραμμές αποφύγαμε ένα νέο θερμό επεισόδιο με τους γείτονες. Ωστόσο, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η νοοτροπία αυτή είναι ξεπερασμένη, αναποτελεσματική, και ενδεχομένως επικίνδυνη εν έτει 2025. Η ελληνική διπλωματία πρέπει να αποδεχθεί και να παραδεχθεί πως δεν υπάρχει κανείς πρόθυμος ή ικανός για να αλλάξει την πολιτική της Τουρκίας. Η Άγκυρα δεν απομονώθηκε ποτέ, και πολύ δύσκολα θα απομονωθεί στο άμεσο μέλλον, δεδομένου του αυξανόμενου γεωπολιτικού της κεφαλαίου. Εντός αυτού του πλαισίου, η Ελλάδα χρειάζεται να αναθεωρήσει τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τις ελληνο-τουρκικές διαφορές, από ένα εύκολα επιλύσιμο ζήτημα στο «τέλος της ιστορίας|, σε ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος στη νέα εποχή του διεθνούς ανταγωνισμού.