Από 1ης Ιανουαρίου τέθηκε σε εφαρμογή ο κλιματικός νόμος που απαγορεύει την πώληση και εγκατάσταση καυστήρων πετρελαίου, με το ΥΠΕΝ ωστόσο να προωθεί νομοθετική ρύθμιση που θα προβλέπει παράταση της χρήσης τους επ’ αόριστον για τις περιοχές της χώρας που δεν υπάρχει δίκτυο φυσικού αερίου. Το ΥΠΕΝ έκανε αποδεκτά σχετικά αιτήματα που υποβλήθηκαν πιεστικά από την αγορά, αναγνωρίζοντας τη δυσκολία των νοικοκυριών που δεν έχουν πρόσβαση σε δίκτυο φυσικού αερίου, να χρηματοδοτήσουν το κόστος των αντλιών θερμότητας, το οποίο παραμένει υψηλό σε σύγκριση με τον καυστήρα φυσικού αερίου, ακόμη και μετά τις επιδοτήσεις που δίνονται, στο πλαίσιο των στόχων που έχουν τεθεί στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) για την απανθρακοποίηση των κτιρίων.
Παράλληλα, και στο πλαίσιο ευρωπαϊκής οδηγίας που αναμένεται να ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο με ρύθμιση η οποία θα περιλαμβάνεται σε ενεργειακό νομοσχέδιο που θα φέρει στη Βουλή το ΥΠΕΝ μέσα στις επόμενες ημέρες, αίρονται τα κίνητρα για την αντικατάσταση καυστήρων πετρελαίου με καυστήρες φυσικού αερίου. Η οδηγία του 2024 προέβλεπε υποχρεωτική ενσωμάτωση από τα κράτη-μέλη μέχρι τον Μάιο του 2026, με εξαίρεση το άρθρο 17 που αναφέρεται στους λέβητες ορυκτών καυσίμων με ημερομηνία εφαρμογής την 1η Ιανουαρίου 2025. Τα μέτρα στρώνουν τον δρόμο για την εγκατάσταση αντλιών θερμότητας, την οποία μάλιστα το ΥΠΕΝ επιδοτεί μέσω δύο προγραμμάτων, ως την καταλληλότερη τεχνολογία για το «πρασίνισμα» των συστημάτων θέρμανσης, κλιματισμού και χρήσης ζεστού νερού των κτιρίων, ακολουθώντας την τάση άλλων χωρών της Ε.Ε. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, όπου οι αντλίες θερμότητας επιδοτούνται σε ποσοστά που φτάνουν το 70%, η ζήτηση έχει αυξηθεί σημαντικά και μάλιστα υπό τον φόβο της κατάργησής τους από τη νέα κυβέρνηση που θα προκύψει από τις επερχόμενες εκλογές, έχει τριπλασιαστεί.
Στην Ελλάδα, οι αντλίες θερμότητας επιδοτούνται σε ποσοστό 50% μέσω του προγράμματος «Αλλάζω σύστημα θέρμανσης και θερμοσίφωνα» των 223,2 εκατ. ευρώ, που άνοιξε προχθές τις ηλεκτρονικές του πύλες για υποβολή δηλώσεων, όπως επίσης και μέσω του προγράμματος «Εξοικονομώ 2025». Η επιδότηση κρίνεται απαραίτητη ως κίνητρο προς τα νοικοκυριά για εγκατάσταση αντλίας θερμότητας, καθώς το κόστος της είναι έως και τέσσερις φορές πάνω από το κόστος ενός λέβητα φυσικού αερίου. Οσον αφορά την απόδοση μιας αντλίας θερμότητας εξαρτάται σημαντικά από το κλίμα στην περιοχή όπου βρίσκεται το κτίριο στο οποίο θα τοποθετηθεί. Η απόδοσή της μπορεί και να περιοριστεί έως και 30% σε συνθήκες ψυχρού καιρού. Επίσης, σημαντικό ρόλο στην απόδοσή της παίζουν και οι παρεμβάσεις μόνωσης στο κέλυφος του κτιρίου.
Τα προγράμματα επιδοτήσεων αναμένεται να συνεχιστούν τα επόμενα χρόνια προκειμένου να επιτευχθεί ο δεσμευτικός στόχος που τίθεται στο ΕΣΕΚ για διείσδυση των ΑΠΕ σε συστήματα ψύξης – θέρμανσης σε ποσοστό 52,6% το 2030. Το 17% των κτιρίων κατοικίας αναμένεται να καλύπτει τις θερμικές του ανάγκες με αντλίες θερμότητας το 2030, ποσοστό που θα φτάσει το 91% το 2050. Αντίστοιχα η χρήση αντλιών θερμότητας σε κτίρια του τριτογενούς τομέα αναμένεται να πλησιάσει το 69% το 2030 και το 90% το 2050.
Πηγή: Η Καθημερινή