Κάθε εξουσία θα «στεφανωθεί» στη σκηνή. Δεν ήταν καθόλου μικρός ο εντυπωσιασμός και καθόλου δευτερεύουσα η αξία του. Στο πρώτο θεμελιωτικό βήμα της αρχής, το θεαματικό στοιχείο έχει προτεραιότητα και αυθόρμητα ορίζει τις επιλογές, που θα δώσουν στη συνολική παράσταση περιεχόμενο ευρύτερα ισχυρό από αυτό που θα φανεί, διεισδυτικότερο από αυτό που ο λόγος θα εκφράσει, βαθύτερο από αυτό που η πρώτη ματιά θα αισθανθεί. Η επιμελημένη σκηνοθεσία θα είναι ο χώρος υποδοχής όλων των προσδοκιών. Και συνάντησης κάθε ατομικής και συλλογικής φαντασίας. Για την επόμενη μέρα, για την πραγματική ζωή, για το μέλλον ως ελπίδα, για την πορεία ως περιπέτεια, για τη συμμετοχή ως νόημα. Μέσα του μια αισθητική που τα ανακεφαλαιώνει όλα και θα μιλούσε – και μιλάει – για όλα, χωρίς την ανάγκη ούτε μια λέξη να εκφωνηθεί.
Ο λόγος για την τελετή ορκωμοσίας του νέου αμερικανού Προέδρου. Και μαζί για κάθε τελετή «ορκωμοσίας». Φέρνει στη μνήμη πράξεις του παρελθόντος που ο χρόνος θάμπωσε στη διαδρομή και τις απώθησαν οι άνθρωποι στον κόσμο της λήθης. Πράξεις της εξουσίας που διεκδικεί μέσα από την εικόνα να ιδρύσει το δικό της βασίλειο, επιβάλλοντας μέσα από την οργάνωση του απόμακρου εαυτού της το υπέρτερο της υπόστασής της, το δυσπρόσιτο της φύσης της, το ιερό της αποστολής της. Αν αυτά τα συναντάμε στην αυτοσκηνοθεσία των μορφών εξουσίας των πρώτων βημάτων, τα βρίσκουμε σε μια ολοκλήρωση σχεδόν ιδανική στην πρόσφατη αυτή τελετή. Από τα πρώτα βήματα ως σήμερα, το θεαματικό και τελετουργικό μέρος της δημόσιας, ενώπιον του συνόλου στην αρχή της μικρής ομάδας και των αντιπροσώπων πλέον στις μέρες μας, εμφάνισης του εκφραστή της κοινότητας απαιτεί την καθολικότητα της αποδοχής και διεκδικεί να χτίσει για λογαριασμό του το δέος.
Το δέος είναι το κλειδί των πραγμάτων και χωρίς τον δρόμο που μας δείχνει η διάσταση «δέος» δεν γίνεται κατανοητή η εξουσία και η αντοχή της στη διαδρομή ούτε φυσικά το αντίθετό της, η πολιτική. Το δέος είναι μια αυτοπεριστολή και ένας φόβος, που τοποθετεί το άτομο σε μια στάση υποταγής μέσα από έναν μηχανισμό αρχέγονης έκστασης και παραλυτικού θαυμασμού. Η πολιτική επιχειρεί να αποκαθηλώσει απελευθερωτικά την καταλυτική δύναμη του δέους και να το διαγράψει από τη συνείδηση, εργαζόμενη με πιο πεζούς, ανθρώπινους και αντιθρησκευτικούς τρόπους. Από τη φύση της θα περιορίσει το θέαμα και θα καλύψει την απόσταση μεταξύ «σκηνής» και «θεατή». Η εποχή δεν μοιάζει να ευνοεί αυτή τη δύσκολη μάχη. Θα κερδίζει την προσοχή το στυλ της Πρώτης Κυρίας και θα καταναλώνεται χρόνος για την αποκωδικοποίηση των επιλογών της.
Ο ιδιοφυΐα του Καβάφη, κάθε φορά που έψαχνε να μιλήσει για μια εξουσία, δεν έκανε οικονομία στην περιγραφή της θεαματικής εικόνας των αντιπροσώπων, στην επιλογή της περιβολής τους:
«…στέκονταν πιο μπροστά, ντυμένος σε μετάξι τριανταφυλλί, στο στήθος του ανθοδέσμη από υακίνθους, η ζώνη του διπλή σειρά σαπφείρων και αμεθύστων, δεμένα τα ποδήματά του μ’ άσπρες κορδέλες κεντημένες με ροδόχροα μαργαριτάρια…» («Αλεξανδρινοί βασιλείς»).
*Ο κ. Λευτέρης Κουσούλης είναι πολιτικός επιστήμονας.
(από την εφημερίδα "ΤΟ ΒΗΜΑ")