Η ελληνική ναυτιλία διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης, καθώς ελληνόκτητα πλοία μεταφέρουν μεγάλο μέρος των εισαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου και αργού πετρελαίου, εκτιμά η McKinsey & Company, εξηγώντας πως το 30% του όγκου του υγροποιημένου φυσικού αερίου LNG που εισήχθη στην Ευρώπη διά θαλάσσης το 2023 μεταφέρθηκε από ελληνόκτητα πλοία, όπως και το 40% των εισαγωγών αργού πετρελαίου

Η McKinsey παρομοιάζει τη σημασία της ποντοπόρου ναυτιλίας για την ελληνική οικονομία με αυτήν της αυτοκινητοβιομηχανίας για τη Γερμανία ή της ωρολογοποιίας για την Ελβετία. «Η Ελλάδα, η οποία αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 0,3% του παγκόσμιου ΑΕΠ, παρά το μικρό μέγεθος της οικονομίας της, ελέγχει περίπου το 20% της παγκόσμιας ποντοπόρου ναυτιλίας, αποδεικνύοντας τον κυρίαρχο ρόλο της στη διεθνή ναυτιλιακή αγορά», αναφέρει χαρακτηριστικά, συμπληρώνοντας ότι «αυτή η δυσανάλογη επιρροή τονίζει τη στρατηγική σημασία της ναυτιλίας για την Ελλάδα, με τον κλάδο να επηρεάζει μία στις 15 θέσεις εργασίας στον εγχώριο ιδιωτικό τομέα». Στη μελέτη της McKinsey που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με την Ενωση Ελλήνων Εφοπλιστών επισημαίνεται επίσης πως η Αθήνα έχει εδραιωθεί σε ένα παγκόσμιο κέντρο διαχείρισης πλοίων φιλοξενώντας πάνω από 750 διαχειρίστριες εταιρείες, εκ των οποίων άνω των 100 διαχειρίζονται περισσότερα από 10 πλοία.

Ο συμβουλευτικός οίκος αποδίδει την επιτυχία της ελληνικής ποντοπόρου ναυτιλίας σε μια σειρά παραγόντων, όπως η μακρά παράδοση, η τεχνική εξειδίκευση, η επιχειρηματική διορατικότητα, καθώς και η στρατηγική γεωγραφική θέση της Ελλάδας. «Αυτά τα στοιχεία επέτρεψαν στους Ελληνες πλοιοκτήτες να λάβουν αποφάσεις που ανταποκρίνονται στις εκάστοτε συνθήκες της αγοράς και διασφαλίζουν την αδιάκοπη θαλάσσια μεταφορά, ακόμη και σε απαιτητικές συνθήκες, όπως η περίοδος της οικονομικής κρίσης του 2008, η περίοδος της COVID-19, καθώς και η σημερινή περίοδος με τις έντονες γεωπολιτικές διαταραχές στην ευρύτερη περιοχή μας», αναφέρει η μελέτη. Διευκρινίζεται ότι τα έσοδα της ελληνικής ποντοπόρου προέρχονται «σχεδόν εξ ολοκλήρου από τη διεθνή δραστηριότητά της, με έναν μέσο εκτιμώμενο κύκλο εργασιών που κυμαίνεται μεταξύ των 40 και 50 δισ. δολ. ετησίως, ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες της αγοράς». Η δε συνεισφορά της στην εγχώρια οικονομία υπολογίζεται σε 14 δισ. δολ., περίπου 150.000 θέσεις εργασίας υψηλής ειδίκευσης και αμοιβής, και επενδύσεις σε ακίνητα κι άλλους τομείς, της τάξης των 1,8-2 δισ. δολ.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")