Μία πρωτότυπη προσέγγιση υιοθέτησε ο Υπουργός Ενέργειας των ΗΠΑ, Κρις Ράιτ, κατηγορώντας τις κλιματικές πολιτικές για τα φαινόμενα αποβιομηχάνισης στη δύση. Ο Ράιτ έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι δεν πιστεύει στην κλιματική αλλαγή, κάτι που όχι απλώς του επέτρεψε να αναδειχθεί στον εκλεκτό του Προέδρου Τραμπ για ένα από τα πιο κομβικά χαρτοφυλάκια, αλλά και να αποκτήσει μία περιουσία 

δισεκατομμυρίων χάρη στην επιχείρησή του η οποία δραστηριοποιείται στον κλάδο των εξορύξεων.

Μιλώντας σε στελέχη εταιρειών ορυκτών καυσίμων, ο Ράιτ χρησιμοποίησε το παράδειγμα της Βρετανίας για να παραθέσει το επιχείρημά του. Όπως δήλωσε, «Έχουμε μεταφέρει εκτός συνόρων πολύ μεγάλο μέρος της παραγωγής και οι σύμμαχοί μας στην Ευρώπη έχουν προχωρήσει πολύ περισσότερο προς αυτή την καταστροφική κατεύθυνση. Βρίσκω λυπηρό και λίγο ειρωνικό το γεγονός ότι οι άλλοτε κραταιές βιομηχανίες χάλυβα και πετροχημικών του Ηνωμένου Βασιλείου έχουν εκτοπιστεί στην Ασία, όπου τα ίδια προϊόντα παράγονται με υψηλότερους ρύπους και στη συνέχεια φορτώνονται σε πετρελαιοκίνητα πλοία κατευθυνόμενα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το τελικό αποτέλεσμα είναι υψηλότερες τιμές και λιγότερες θέσεις εργασίας για τους πολίτες της Βρετανίας, μεγαλύτερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, και όλα αυτά ονομάζονται πολιτική για το κλίμα;»

Η στοχοποίηση των κλιματικών πολιτικών από τον Ράιτ δεν ήταν τυχαία, αλλά αφορούσε δύο ιδιαίτερα καυτά θέματα για τα δυτικά ακροατήρια: το κόστος των κλιματικών πολιτικών και την εντεινόμενη αποβιομηχάνιση. Αν και τα δύο αυτά ζητήματα είναι υπαρκτά και ως ένα βαθμό συνδέονται, οι λίγο μεγαλύτεροι ηλιακά, συμπεριλαμβανομένου του Ράιτ, γνωρίζουν πως η αποβιομηχάνιση των δυτικών οικονομιών ξεκίνησε πολύ πριν εφαρμοστούν οποιεσδήποτε κλιματικές πολιτικές. Εξάλλου, κατά τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, όταν ο θατσερισμός/ ρηγκανισμός είχε επικρατήσει και στις δύο όχθες του Ατλαντικού, ασχέτως του ποιος βρισκόταν στον Λευκό Οίκο ή την Ντάουνινγκ Στριτ, η ανάπτυξη του τριτογενούς τομέα σε βάρος του δευτερογενούς και η μετατόπιση των γραμμών παραγωγής στις αναπτυσσόμενες αγορές της Ασίας με στόχο τη μείωση του κόστους, ήταν το κυρίαρχο μοντέλο οικονομικής πολιτικής.

Από την άλλη πλευρά, το ενεργειακό κόστος είναι μία αληθινή ανησυχία για την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Βρετανίας, καθώς τα περισσότερα κράτη αναγκάζονται να εισάγουν το ιδιαίτερα ακριβό φυσικό αέριο ή να εξορύξουν τον αυξανόμενο κοστοβόρο άνθρακα. Παραδόξως, οι κλιματικές πολιτικές κατά των οποίων άσκησε κριτική ο Ράιτ μπορεί να αποδειχθούν σωτήριες σε αυτό το ζήτημα. Και αυτό διότι η ενέργεια που παράγουν οι ΑΠΕ είναι πλέον κατά πολύ φθηνότερη της ενέργειας που παράγουν τα ορυκτά καύσιμα. Εξού και η σύναψη PPAs μεταξύ παραγωγών πράσινης ενέργειας και επιχειρήσεων αποτελεί ένα όλο και πιο συχνό φαινόμενο στην Ευρώπη. Παράλληλα, με αρκετές φωνές επί ευρωπαϊκού εδάφους να πιέζουν για επιστροφή στο πολύ φθηνότερο ρωσικό φυσικό αέριο, η μείωση του κόστους ενέργειας στην Ευρώπη θα μπορούσε να μειωθεί δραστικά.

Παραδόξως, το συγκεκριμένο ζήτημα δεν θα έπρεπε να απασχολεί την αμερικανική κυβέρνηση. Αφενός γιατί οι ΗΠΑ διαθέτουν άφθονα ορυκτά καύσιμα και είναι ήδη ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου και φυσικού αερίου, κάτι το οποίο θα έπρεπε θεωρητικά να οδηγήσει σε δραστική μείωση του ενεργειακού κόστους. Αφετέρου γιατί η κυβέρνηση Τραμπ έχει θέσει ως προτεραιότητα τη ραγδαία επιστροφή των βιομηχανιών, εκβιάζοντας μάλιστα πολλές επιχειρήσεις πως αν δεν μεταφέρουν τις γραμμές παραγωγής τους εντός των αμερικανικών συνόρων, τότε θα υποστούν δασμούς και άλλα τιμωρητικά μέτρα. Επί του παρόντος, αυτές οι απειλές έχουν αναγκάσει μία σειρά μεγάλων εταιρειών να ανακοινώσουν επενδύσεις στις ΗΠΑ, όμως το κατά πόσο αυτές θα υλοποιηθούν μέσα στα επόμενα χρόνια και πόσο χαμηλό ενεργειακό κόστος θα αντιμετωπίσουν μένει να φανεί μεσοπρόθεσμα.

 

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr