Ειδικότερα, ο δείκτης S&P 500 υποχώρησε κατά 6% την Παρασκευή, η οποία ακολούθησε την πτώση κατά 4,8% που είχε σημειωθεί την προηγούμενη ημέρα, σημειώνοντας απώλειες ύψους 5,38 τρισ. δολ. σε χρηματιστηριακή αξία, στον απόηχο της ανακοίνωσης της «ημέρας απελευθέρωσης» του προέδρου των ΗΠΑ την Τετάρτη, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των Financial Times με βάση τα στοιχεία του FactSet. Η πτώση του δείκτη υψηλής κεφαλαιοποίησης έφτασε το 9,1% σε εβδομαδιαίο επίπεδο, τη μεγαλύτερη από την έναρξη της πανδημίας πριν από πέντε χρόνια.
Οι τεχνολογικές μετοχές, συμπεριλαμβανομένων κολοσσών όπως η Apple και η Amazon, υποχώρησαν, ωθώντας τον Nasdaq Composite σε πτώση μεγαλύτερη του 20% σε σχέση με το υψηλότερο επίπεδό του στα μέσα Δεκεμβρίου, φέρνοντας το δείκτη στην περιοχή της «bear market» (αγορά σε πτώση).
Εντεύθεν του Ατλαντικού, ο ευρωπαϊκός δείκτης Stoxx 600 υποχώρησε κατά 8,4% συνολικά την περασμένη εβδομάδα, ενώ ο βρετανικός FTSE 100 κατά 7%.
Όσον αφορά τον δείκτη MSCI της Ασίας, σημείωσε πτώση 4,5%.
Η αναταραχή στις διεθνείς αγορές δείχνει ότι τα σχέδια του Τραμπ να θεσπίσει καθολικό δασμό 10% και να πλήξει πολλές χώρες με ακόμη μεγαλύτερους «αμοιβαίους» δασμούς μέσα σε λίγες μέρες έχουν κλονίσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, πυροδοτώντας, παράλληλα, φόβους για επιβράδυνση της μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου.
Η απόφαση της Κίνας, του μεγαλύτερου εξαγωγέα στον κόσμο, την Παρασκευή, να απαντήσει με δασμούς ύψους 34% σε όλες τις εισαγωγές από τις ΗΠΑ, έκανε ακόμη πιο ζοφερή την εικόνα των προοπτικών της παγκόσμιας οικονομίας.
«Εάν οι αμοιβαίοι δασμοί δεν αποσυρθούν μέχρι τις 9 Απριλίου, κάτι που δεν νομίζω ότι θα συμβεί, πιθανότατα θα έχουμε ύφεση στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση», δήλωσε ο Ajay Rajadhyaksha, παγκόσμιος πρόεδρος ερευνών στη Barclays. «Αν δεν υπάρξει ένα πολύ γρήγορο τέλος σε αυτόν τον παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο, πιστεύουμε ότι θα έχουμε ύφεση στις ΗΠΑ φέτος».
Αλλά και ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, Τζέι Πάουελ, προειδοποίησε την Παρασκευή ότι οι δασμοί του Τραμπ θα προκαλέσουν «υψηλότερο πληθωρισμό και βραδύτερη ανάπτυξη». «Γίνεται πλέον σαφές ότι οι αυξήσεις των δασμών θα είναι σημαντικά μεγαλύτερες από τις αναμενόμενες. Το ίδιο είναι πιθανό να ισχύει και για τις οικονομικές επιπτώσεις», είπε ο Πάουελ. Πριν από την ομιλία του Πάουελ, ο Τραμπ είχε ζητήσει από τον επικεφαλής της Fed να μειώσει το κόστος δανεισμού, λέγοντας στον λογαριασμό του σε πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης ότι «αυτή θα ήταν η ΤΕΛΕΙΑ στιγμή» για μείωση των επιτοκίων. Είπε επίσης ότι η Κίνα είχε «ΠΑΝΙΚΟΒΛΗΘΕΙ – ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΣΥΜΦΕΡΕΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ», σε μια αναφορά στο σχέδιο του Πεκίνου να ανταποκριθεί κατά των αμερικανικών δασμών με δικούς τους υψηλούς δασμούς.
Ωστόσο, τα σχόλια του προέδρου των ΗΠΑ ελάχιστα συνέβαλαν στον να ηρεμήσουν τις αγορές μετοχών εν μέσω ευρύτερων φόβων για περαιτέρω επιδείνωση των οικονομικών προοπτικών.
Έτσι, η JPMorgan υποβάθμισε, την Παρασκευή, τις προβλέψεις της για την οικονομία των ΗΠΑ, λέγοντας ότι αναμένει τώρα η παραγωγή να μειωθεί κατά 0,3% το 2025, συγκρίνοντας το εφετινό τέταρτο τρίμηνο με το αντίστοιχο περυσινό, ενώ στην προηγούμενη εκτίμησή της έκανε λόγο για επέκταση 1,3%.
Η εισηγμένη στη Wall Street τράπεζα πρόσθεσε ότι «η ύφεση της οικονομικής δραστηριότητας προβλέπεται να ωθήσει το ποσοστό ανεργίας στο 5,3%». Ομοίως, η Citigroup μείωσε τον στόχο ανάπτυξης στις ΗΠΑ για το 2025 στο 0,1% από 0,6% προηγουμένως. «Η αβεβαιότητα γύρω από τις οικονομικές προοπτικές των ΗΠΑ βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο της μετά τον Covid. Καμία σύγχρονη ανεπτυγμένη οικονομία δεν αύξησε ποτέ τόσο σημαντικά ή γρήγορα τους δασμούς», δήλωσε η Citi.
Το αρνητικό κλίμα έρχεται σε έντονη αντίθεση με την αισιόδοξη έκθεση για την απασχόληση για τον Μάρτιο, που δημοσιεύθηκε το πρωί της Παρασκευής, και η οποία έδειξε ότι οι ΗΠΑ αύξησαν τις θέσεις εργασίας περισσότερο από το αναμενόμενο ενώ το ποσοστό ανεργίας ανήλθε στο 4,2%.
Σε μία ένδειξη βαθύτερης ανησυχίας εκ μέρους των αγορών, οι επενδυτές εγκατέλειψαν τα αμερικανικά εταιρικά ομόλογα χαμηλής αξιολόγησης και άλλα ριψοκίνδυνα περιουσιακά στοιχεία καθώς έσπευσαν να βρουν καταφύγιο σε πιο ασφαλείς τοποθετήσεις, όπως τα ομόλογα του Δημοσίου.
Επικράτησε η δυναμική των ρευστοποιήσεων καθώς οι τράπεζες απευθύνθηκαν σε πελάτες hedge fund με απαιτήσεις για να συγκεντρώσουν επιπλέον μετρητά καθώς τα χαρτοφυλάκια επλήγησαν από την αναταραχή της αγοράς, ενώ αρκετές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένης της εταιρείας fintech Klarna, πάγωσαν τα σχέδιά τους για αρχικές δημόσιες προσφορές.
Ο δείκτης Vix, που απεικονίζει την αναμενόμενη μεταβλητότητα των αμερικανικών μετοχών και που συχνά αποκαλείται «μετρητής φόβου» της Wall Street, εκτινάχθηκε κατά 15,1 μονάδες φτάνοντας στις 45,1, το υψηλότερο επίπεδο από το 2020.
Η πορεία επεκτάθηκε και στις αγορές εμπορευμάτων, με την τιμή του Brent την Παρασκευή να υποχωρεί κατά 6,5% στα 65,58 δολάρια το βαρέλι, το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων τριών ετών. Ο δείκτης του αμερικανικού αργού WTI υποχώρησε κατά 7,4% την ίδια ημέρα, για να διαμορφωθεί στα 61,99 δολάρια το βαρέλι, κάτω από την τιμή που απαιτείται για να ισοσκελίσουν τα κόστη τους πολλοί παραγωγοί σχιστολιθικού πετρελαίου.
Η τιμή του χαλκού, που συχνά θεωρείται ως δείκτης του πώς βλέπουν οι traders την υγεία της παγκόσμιας βιομηχανίας, υποχώρησε κατά περίπου 9% την Παρασκευή το βράδυ (ώρα Ηνωμένου Βασιλείου).
Από την άλλη, αξίζει να σημειωθεί ότι τα ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου ήταν ο κύριος ωφελημένος από το κύμα ρευστοποιήσεων των μετοχών, με την απόδοση του 10ετούς ομολόγου -που συνδέεται στενά με τις προσδοκίες ανάπτυξης- να πέφτει στο 3,86%, το χαμηλότερο επίπεδό του από τις παραμονές της εκλογής Τραμπ.