Η ζωή έχει δείξει ότι δεν μπορείς να έχεις και τα δύο ταυτόχρονα, μία πραγματικότητα την οποία φαίνεται πως φιλοδοξεί να ανατρέψει ο Ντόναλντ Τραμπ, υπό την καθοδήγηση των οικονομικών συμβούλων του. Στην πράξη, η Ουάσιγκτον δεν κρύβει ότι επιχειρεί να χρεώσει στον υπόλοιπο κόσμο τη στρατιωτική και συναλλαγματική πρωτοκαθεδρία της.
Ακόμη και ορισμένοι από τους πιο διακεκριμένους οικονομολόγους αδυνατούσαν να συλλάβουν τη συνοχή της εμπορικής πολιτικής Τραμπ, η οποία με όχημα τις αναταράξεις από τους άκριτους δασμούς αποδυναμώνει το δολάριο κι ας το θέλει ισχυρό. Εως ότου άκουσαν την ανάπτυξη του σκεπτικού της από τον πρόεδρο του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων – CEA των ΗΠΑ, Στιβ Μιράν.
«Πρώτον, οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέχουν μια ομπρέλα ασφαλείας που διασφάλισε τη μεγαλύτερη περίοδο ειρήνης την οποία γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Δεύτερον, οι ΗΠΑ παρέχουν σε δολάριο και τίτλους του Δημοσίου αποθεματικά στοιχεία ενεργητικού που καθιστούν δυνατό το παγκόσμιο εμπορικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα όπως αυτό έχει υποστηρίξει τη μεγαλύτερη εποχή ευημερίας που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Ομως και τα δύο είναι δαπανηρά για να τα παρέχουμε (…) Από οικονομικής άποψης, η λειτουργία του δολαρίου ως αποθεματικού έχει προκαλέσει επίμονες νομισματικές στρεβλώσεις και συνέβαλε, μαζί με τους άδικους φραγμούς στο εμπόριο άλλων χωρών, σε μη βιώσιμα εμπορικά ελλείμματα. Αυτά τα εμπορικά ελλείμματα έχουν αποδεκατίσει τον μεταποιητικό μας τομέα και πολλές οικογένειες εργατικής τάξης και τις κοινότητές τους, για να διευκολύνουν τους μη Αμερικανούς να συναλλάσσονται μεταξύ τους (…) Οταν ιδιωτικοί οργανισμοί σε δύο ξεχωριστές ξένες χώρες συναλλάσσονται μεταξύ τους, συνήθως το κάνουν σε δολάρια λόγω της ιδιότητας της Αμερικής ως παρόχου αποθεματικών. Αυτό το εμπόριο συνεπάγεται αποταμιεύσεις που στεγάζονται σε τίτλους σε δολάρια, συχνά σε ομόλογα. Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, οι Αμερικανοί πληρώνουν για την ειρήνη και την ευημερία όχι μόνο για τους εαυτούς τους, αλλά και για τους μη Αμερικανούς (…) Για να δείτε πώς λειτουργεί, φανταστείτε δύο ξένα έθνη, ας πούμε την Κίνα και τη Βραζιλία, να συναλλάσσονται μεταξύ τους. Καμία χώρα δεν έχει νόμισμα αξιόπιστο, ρευστό και μετατρέψιμο, γεγονός που καθιστά τις μεταξύ τους συναλλαγές δύσκολες. Ωστόσο, επειδή μπορούν να συναλλάσσονται σε δολάρια ΗΠΑ που υποστηρίζονται από το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, μπορούν να συναλλάσσονται ελεύθερα μεταξύ τους και να ευημερούν. Τέτοιο εμπόριο μπορεί να συμβεί μόνο λόγω της ισχύος του αμερικανικού στρατού που διασφαλίζει την οικονομική μας σταθερότητα και την αξιοπιστία του δανεισμού μας. Η στρατιωτική και οικονομική κυριαρχία μας δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη και η κυβέρνηση Τραμπ είναι αποφασισμένη να διατηρήσει και τα δύο. Αλλά η οικονομική μας κυριαρχία έχει κόστος (…) Ούτε θα πρέπει να επιτραπεί στον μεγαλύτερο αντίπαλό μας (σ.σ. Κίνα) να επωφεληθεί τόσο πολύ από μια διεθνή ασφάλεια και χρηματοοικονομική αρχιτεκτονική την οποία εμείς χρηματοδοτούμε (…) Το καλύτερο αποτέλεσμα είναι αυτό στο οποίο η Αμερική συνεχίζει να δημιουργεί παγκόσμια ειρήνη και ευημερία και παραμένει ο πάροχος αποθεματικών και οι άλλες χώρες δεν συμμετέχουν μόνο στην αποκόμιση των οφελών αλλά και στην ανάληψη του κόστους», ανέφερε μεταξύ άλλων ο επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος του προέδρου Τραμπ, μιλώντας τις προάλλες σε εκδήλωση του Hudson Institute στις ΗΠΑ.
Στο πλαίσιο αυτό, παρέθεσε 5 τρόπους με τους οποίους ο υπόλοιπος κόσμος μπορεί να ανταποδώσει στις ΗΠΑ τη στρατιωτική και συναλλαγματική προστασία τους: «Να αποδεχθούν δασμούς στις εξαγωγές τους στις ΗΠΑ χωρίς να εφαρμόσουν αντίποινα (…) Να σταματήσουν τις αθέμιτες και επιβλαβείς εμπορικές πρακτικές ανοίγοντας τις αγορές τους και αγοράζοντας περισσότερα από την Αμερική (…) Να ενισχύσουν τις αμυντικές δαπάνες και τις προμήθειες από τις ΗΠΑ αγοράζοντας περισσότερα προϊόντα κατασκευής των ΗΠΑ (…) Να επενδύσουν και να εγκαταστήσουν εργοστάσια στην Αμερική (…) Να κόψουν επιταγές στο υπουργείο Οικονομικών που θα μας βοηθούν να χρηματοδοτούμε παγκόσμια δημόσια αγαθά (σ.σ. αναφέρεται στην ιδέα οι ξένες κυβερνήσεις να αγοράσουν τίτλους των ΗΠΑ με μεγάλη χρονική διάρκεια –βλ. ομόλογα 100 ετών– και χαμηλές αποδόσεις, οι οποίοι θα έχαναν την αξία τους με την πάροδο του χρόνου, με τον πληθωρισμό να επιδοτεί τελικά τις ΗΠΑ)».
Κατά μία έννοια, η κυβέρνηση Τραμπ ζητεί από τον υπόλοιπο κόσμο να καταβάλει φόρο τιμής για τη διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ, η οποία –σύμφωνα με την ίδια προσέγγιση– λειτουργεί προς το συμφέρον του πλανήτη. Σημειωτέον, βασική αιτία των πιέσεων στο δολάριο είναι πλέον ο κλονισμός της εμπιστοσύνης στις ΗΠΑ που προκαλούν οι χειρισμοί της κυβέρνησης Τραμπ στο πλαίσιο ενός ανένδοτου εμπορικού πολέμου. Απώτερος σκοπός της αμερικανικής διοίκησης, αμφίβολης επιτυχίας, φαίνεται πως είναι η διενέργεια διμερών διαπραγματεύσεων, οι οποίες συν τοις άλλοις θα αξιώνουν παρεμβάσεις των εμπορικών εταίρων της Αμερικής για την υποτίμηση των νομισμάτων τους.
Iσχυρό ή αδύναμο δολάριο
Οταν το δολάριο είναι ισχυρό, έχει μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη. Ο Αμερικανός καταναλωτής έχει όφελος καθώς οι εισαγωγές γίνονται φθηνότερες και οι ΗΠΑ μπορούν να αγοράζουν με ευκολία ξένα νομίσματα. Επιπλέον, καθώς τα αγαθά κοστίζουν λιγότερο ασκούν καθοδικές πιέσεις στον πληθωρισμό. Συγχρόνως, οι Αμερικανοί έχουν πλεονέκτημα όταν ταξιδεύουν και καταναλώνουν στο εξωτερικό. Ωστόσο οι αμερικανικές εξαγωγές γίνονται πιο ακριβές. Ως αποτέλεσμα, πλήττεται η ανταγωνιστικότητα της αμερικανικής παραγωγής και ασκούνται ανοδικές πιέσεις στο εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ.
Οταν το δολάριο είναι αδύναμο, έχει λιγότερη παγκόσμια αγοραστική δύναμη, κλονίζει την εμπιστοσύνη των επενδυτών στις ΗΠΑ και αγοράζει λιγότερο ξένο νόμισμα. Επιπλέον, οι εισαγωγές κοστίζουν περισσότερο, ασκώντας ανοδικές πιέσεις στον πληθωρισμό. Ωστόσο ενισχύει τις εξαγωγές των ΗΠΑ, ενθαρρύνει τον τουρισμό στην Αμερική και βοηθάει στη μείωση του εμπορικού ελλείμματος.
Συμπέρασμα: Το αν συμφέρει τις ΗΠΑ το ισχυρό ή το αδύναμο δολάριο εξαρτάται από τη συγκυρία και τους στόχους της πολιτικής. Ενα μέτρια ισχυρό δολάριο συνδυάζει ίσως τις περισσότερες παραμέτρους.
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")