Η πτώση του καθεστώτος Ασαντ δεν σηματοδοτεί μόνο το τέλος μιας εποχής για τη Συρία. Συνιστά μια καταλυτική εξέλιξη που ανατρέπει περιφερειακούς συσχετισμούς ισχύος, με απρόβλεπτες συνέπειες. Τηρουμένων των αναλογιών, η Συρία εξελίσσεται σε ό,τι ήταν ο Λίβανος τις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Μια διαλυμένη χώρα, όπου ξένες δυνάμεις ερίζουν για επιρροή και έλεγχο

Η Τουρκία και το Ισραήλ έχουν πλέον αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα και επιδιώξεις στη Συρία. Η διαφαινόμενη απαγκίστρωση των ΗΠΑ από τη Μέση Ανατολή επιτείνει την αμοιβαία καχυποψία και ανασφάλεια.

Για το καθεστώς Ερντογάν, η Συρία έχει αποκτήσει μεγάλη γεωστρατηγική αξία επειδή εκεί εκκολάπτεται η δημιουργία ενός κουρδικού κράτους. Σε αντίθεση με την κουρδική αυτόνομη περιοχή του Ιράκ, οι Κούρδοι της Συρίας έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν τις εξελίξεις στο εσωτερικό της Τουρκίας. Ομιλούν την ίδια διάλεκτο της κουρδικής γλώσσας με εκείνους του τουρκικού Κουρδιστάν και αναγνωρίζουν τον Οτσαλάν ως εθνικό ηγέτη. Το χειρότερο, όμως, για την Αγκυρα είναι ότι οι Κούρδοι της Συρίας έχουν αρχίσει να συνεργάζονται με το Ισραήλ σε διάφορα επίπεδα.

Για την Ιερουσαλήμ, η ίδρυση ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους μπορεί να ενισχύσει αποφασιστικά την ισραηλινή ασφάλεια. Η κυβέρνηση Νετανιάχου αντιλαμβάνεται το νέο καθεστώς της Δαμασκού ως μια προέκταση της Αλ Κάιντα, που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την Τουρκία. Δεν είναι τυχαία η διείσδυση ισραηλινών δυνάμεων στο νότιο κομμάτι της Συρίας, με πρόφαση την προστασία των Δρούζων. Το Ισραήλ ήδη ετοιμάζεται για έναν περιορισμένο πόλεμο εντός του συριακού εδάφους και χρειάζεται τοπικούς συμμάχους.

Η τουρκοϊσραηλινή αντιπαράθεση στη Συρία έρχεται να ενισχύσει τις υπάρχουσες αντιλήψεις της κάθε πλευράς για την άλλη. Για την ερντογανική Τουρκία, το Ισραήλ είναι μια ιμπεριαλιστική χώρα που προβαίνει σε γενοκτονίες και εθνοκαθάρσεις. Για την ισραηλινή ηγεσία, η Τουρκία είναι μια αναθεωρητική δύναμη που δεν πρεσβεύει δυτικές αξίες και ρέπει προς τον αντισημιτισμό. Η περαιτέρω επιδείνωση των διμερών σχέσεων θα πρέπει να θεωρείται σχεδόν δεδομένη. Ο πρόσφατος βομβαρδισμός αεροδρομίων στην κεντρική Συρία από την ισραηλινή αεροπορία έστειλε ένα ηχηρό μήνυμα για τα όρια της τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας. Η νυν ισραηλινή ηγεσία είναι ξεκάθαρο ότι δεν θα επιτρέψει στην Αγκυρα να δορυφοροποιήσει τη Συρία.

Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον πρωτοφανούς γεωπολιτικής ρευστότητας, η Αθήνα συνεχίζει να παρακολουθεί με πρόδηλη αμηχανία τα τεκταινόμενα. Παρά τη γεωγραφική εγγύτητα, η Ελλάδα δεν διαθέτει ακόμη μια συγκροτημένη στρατηγική με προαποφασισμένους στόχους στην Ανατολική Μεσόγειο. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η Ελλάδα μοιράζεται με το Ισραήλ τις ίδιες ανησυχίες για τον αποσταθεροποιητικό ρόλο της Τουρκίας. Με εξαίρεση ορισμένες ακραίες φωνές, το εγχώριο πολιτικό προσωπικό συμφωνεί ότι η εμβάθυνση των ελληνοϊσραηλινών σχέσεων αποτελεί μονόδρομο για την προστασία των ελληνικών συμφερόντων. Πέρα όμως από τη διεξαγωγή κοινών στρατιωτικών ασκήσεων και την αγορά ισραηλινών αμυντικών συστημάτων, τι άλλο μπορεί να προσφέρει η Αθήνα στην Ιερουσαλήμ;

Το ερώτημα γίνεται επιτακτικό λόγω της διστακτικότητας της Αθήνας ως προς την πόντιση του καλωδίου για την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ. Αυτό το έργο μπορεί πραγματικά να αναδείξει τον στρατηγικό ρόλο της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο και να προσδέσει το Ισραήλ στην ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά. Δυστυχώς, η ελληνική διπλωματία φαίνεται να υιοθετεί μια πολιτική αυτοπεριορισμού που καταφανώς ζημιώνει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα εντός και εκτός Αιγαίου. Ουσιαστικά, δεν πρόκειται για ακινησία, αλλά για υποχώρηση από πάγιες εθνικές θέσεις. Αν κάτι μπορεί να διδαχθεί η Αθήνα από τις κινήσεις της Αγκυρας στη Μέση Ανατολή, είναι ότι δεν υπάρχει σοβαρή εξωτερική πολιτική χωρίς κανένα ρίσκο.

Η ελληνική κυβέρνηση δύναται να αναλάβει διπλωματικές πρωτοβουλίες για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης μεταξύ Ισραήλ και γειτονικών αραβικών χωρών (π.χ. Λίβανος, Ιορδανία, Αίγυπτος). Ετσι η Ελλάδα θα αυξήσει τη διαπραγματευτική της ισχύ έναντι του Ισραήλ και θα βγει από τη διπλωματική αφάνεια. Επιπροσθέτως, η ελληνική στρατιωτική παρουσία χρειάζεται να γίνει περισσότερο εμφανής στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω της διεξαγωγής εθνικών και πολυεθνικών αεροναυτικών ασκήσεων. Παράλληλα, η διακηρυγμένη πρόθεση της Αθήνας να συνδράμει τη δοκιμαζόμενη χριστιανική κοινότητα της Συρίας πρέπει επιτέλους να μετουσιωθεί σε πολιτική δράση.

Καταληκτικά, η συνεχόμενη ένταση ανάμεσα στην Τουρκία και στο Ισραήλ δημιουργεί καινούργια δεδομένα για την Ελλάδα. Η αμφιθυμία και η αναποφασιστικότητα δεν συμβάλλουν στην αποφυγή κινδύνων για τα εθνικά συμφέροντα. Στην παρούσα φάση, σημασία έχει μόνο πως θα διαχειριστούμε καλύτερα τη νέα κατάσταση πραγμάτων στην περιοχή. Η ελληνική διπλωματία χρειάζεται αποτελεσματική ηγεσία και ουσιαστικό όραμα για να το πετύχει.

*Ο κ. Μάνος Καραγιάννης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Reader in International Security στο King’s College London.

(σπό την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr