Η διεθνής κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος έχει φέρει στο προσκήνιο θεμελιώδη ζητήματα για τη σχέση κράτους και αγοράς. Οι κυβερνήσεις παρεμβαίνουν με ρυθμίσεις σε μεγάλο βαθμό παρεμφερείς. Είναι παρεμφερείς οι αντιδράσεις των κυβερνήσεων, παρά τις ιδεολογικοπολιτικές τους διαφορές, γιατί όταν κανείς αντιμετωπίζει μια κρίση, την αντιμετωπίζει κατ΄ αρχήν στη βάση του κοινού νου.

Η διεθνής κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος έχει φέρει στο προσκήνιο θεμελιώδη ζητήματα για τη σχέση κράτους και αγοράς. Οι κυβερνήσεις παρεμβαίνουν με ρυθμίσεις σε μεγάλο βαθμό παρεμφερείς. Είναι παρεμφερείς οι αντιδράσεις των κυβερνήσεων, παρά τις ιδεολογικοπολιτικές τους διαφορές, γιατί όταν κανείς αντιμετωπίζει μια κρίση, την αντιμετωπίζει κατ΄ αρχήν στη βάση του κοινού νου.

Ορισμένοι σπεύδουν να προβλέψουν το τέλος του συστήματος της ελεύθερης αγοράς, παραγνωρίζοντας τη μακρά ιστορία αλληλοδιαδεχομένων περιόδων κρίσης και ανάκαμψης οι οποίες είναι συνυφασμένες με τη φύση του συστήματος αυτού- όπως άλλωστε με τη φύση κάθε ανθρώπινου συστήματος. Την τελευταία εικοσαετία οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις αντιμετωπίστηκαν με την παρέμβαση του κράτους, χωρίς όμως επιστροφή στο μοντέλο του κράτουςεπιχειρηματία. Το γεγονός ότι το κράτος έχει τη δυνατότητα να προσφέρει τη ζη τούμενη σήμερα φερεγγυότητα στο τραπεζικό σύστημα δεν σημαίνει ότι μπορεί να προσφέρει και αποτελεσματικότερη επιχειρηματική διαχείριση.

Οσο σφάλλουν οι «προφήτες» του τέλους του συστήματος της ελεύθερης αγοράς άλλο τόσο σφάλλουν όσοι δογματικά σκεπτόμενοι οδύρονται για την επιστροφή του κράτους στην οικονομία. Ακόμη και τα πιο κομψά μαθηματικά μοντέλα της οικονομικής επιστήμης προβλέπουν την πιθανότητα αποτυχίας της αγοράς υπό ορισμένες συνθήκες. Σε αυτές τις περιπτώσεις η πολιτεία πρέπει να ασκεί τον ρυθμιστικό της ρόλο.

Το σχέδιο νόμου για την ενίσχυση της ρευστότητας της ελληνικής οικονομίας που συζητείται στη Βουλή αυτές τις μέρες κινείται στην κατεύθυνση που κινούνται οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις: παροχή εγγυήσεων και ρευστότητας καισε μικρότερο βαθμό- συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο. Η δημόσια συζήτηση για το σχέδιο νόμου κυριαρχείται από μια προσπάθεια παραπλάνησης του κοινού από την πλευρά της αντιπολίτευσης: την «ιδέα» ότι «χαρίζονται» 28 δισ. στις τράπεζες. Η πραγματικότητα είναι βέβαια ότι μόνο 5 από τα 28 δισ. του σχεδίου αφορούν ρευστό χρήμα προς τις τράπεζες, και αυτό μάλιστα για την αγορά μετοχών που θα αποδίδουν μέρισμα 10% και δικαίωμα συμμετοχής στο ΔΣ. Τα υπόλοιπα αφορούν ουσιαστικά εγγυήσεις της μιας ή της άλλης μορφής οι οποίες δίδονται για να διευκολύνουν τη δανειοδότηση προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά υπό τις δεδομένες συνθήκες.

Η κρίση μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία για διόρθωση ορισμένων από τα διαχρονικά κακώς κείμενα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στον τόπο μας. Παρά τον μεγάλο αριθμό τραπεζών που λειτουργούν στη χώρα μας, το σύστημα είναι διαρθρωμένο ολιγοπωλιακά. Η ολιγοπωλιακή δομή είναι αυτή που επιτρέπει στις τράπεζες στην Ελλάδα να απολαμβάνουν το μεγαλύτερο στην ΕΕ περιθώριο μεταξύ επιτοκίου καταθέσεων και επιτοκίου χορηγήσεων. Είναι αυτή που τους επιτρέπει να λειτουργούν με ιδιαίτερη ακαμψία ως προς τις διασφαλίσεις των δανείων, συνθλίβοντας την καινοτόμο και τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα. Η ολιγοπωλιακή δομή του τραπεζικού συστήματος είναι ακόμη αυτή που επιτρέπει στις τράπεζες να επιβάλλουν συχνά όρους στους δανειολήπτες οι οποίοι κρίνονται καταχρηστικοί από τα δικαστήρια.

Η αντιμετώπιση των ιδιαίτερων αυτών χαρακτηριστικών του χρηματοπιστωτικού συστήματος στη χώρα μας, εν μέρει μόνο μπορεί να γίνει στο πλαίσιο ενός σχεδίου έκτακτης ενίσχυσης της ρευστότητας. Χρειάζονται κι άλλες παρεμβάσεις, στο πλαίσιο της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού, προστασίας του καταναλωτή, κλπ. Η ανάγκη όμως για αλλαγή των συνθηκών που επικρατούν επί δεκαετίες καθίσταται επιτακτική λόγω της κρίσης, η οποία βαρύνει περισσότερο τα νοικοκυριά, τις μικρομεσαίες και τις καινοτόμες επιχειρήσεις. Με τον περιορισμό των ολιγοπωλιακών χαρακτηριστικών του τραπεζικού συστήματος η οικονομία μας μπορεί να γίνει ανταγωνιστικότερη και η διανομή του πλούτου δικαιότερη.

Ο κ. Μ. Γ. Βολουδάκης είναι οικονομολόγος, βουλευτής Χανίων ΝΔ.

(Από την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 14/11/2008)