Αναδημοσιεύουμε άρθρο του κ. Στέφανου Μάνου από την εφημερίδα «Καθημερινή» (17/1), στο οποίο αναφέρεται στις προσλήψεις του ευρύτερου δημοσίου τομέα, καθώς και απάντηση του κ. Νίκου Φωτόπουλου, προέδρου της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, στην οποία εκφράζει τις απόψεις της ίδιας για το συγκεκριμένο ζήτημα, αναφορικά με την Επιχείρηση.

Αναδημοσιεύουμε άρθρο του κ. Στέφανου Μάνου από την εφημερίδα «Καθημερινή», στο οποίο αναφέρεται στις προσλήψεις του ευρύτερου δημοσίου τομέα, καθώς και απάντηση του κ. Νίκου Φωτόπουλου, προέδρου της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, στην οποία εκφράζει τις απόψεις της ίδιας για το συγκεκριμένο ζήτημα, αναφορικά με την Επιχείρηση.

 

Πρόγραμμα Αποσταθεροποίησης

Του Στέφανου Mάνου

 

Πολύ πριν από την κυβερνητική αλλαγή, αλλά και έπειτα από αυτήν, αναρίθμητες φορές έγραψα στην «Καθημερινή» για την ανάγκη δραστικού περιορισμού των δαπανών. Προϋπόθεση για τον περιορισμό των δαπανών είναι το σωστό μέτρημα. Να γνωρίζουμε πού ακριβώς πάνε τα λεφτά μας. Σε πόσους, σε ποιους και για ποιον λόγο.

Έγραψα και ξανάγραψα ότι το μετεκλογικό πολιτικό διακύβευμα θα ήταν ποιες δαπάνες θα περικοπούν και πώς. Έγραψα και ξανάγραψα για την ανάγκη να επιδιωχθεί από το ΠΑΣΟΚ σε συνεννόηση με τη Ν.Δ. για το ποιες δαπάνες θα περικοπούν.

Για το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΠΣΑ) έγραψα πριν από 40 ημέρες (09.12.09) ότι θα ήταν λάθος να επιδιωχθεί ο περιορισμός του ελλείμματος ομοιόμορφα κατά την προσεχή τριετία, αλλά θα έπρεπε να μειωθεί με ρυθμό πιο γρήγορο στην αρχή και βραδύτερο στο τέλος: 4% τον πρώτο χρόνο, 3,1% τον δεύτερο, 2,8% τον τρίτο προβλέπει το ΠΣΑ, 5,5%, 3,0%, 1,4% ζητούσα εγώ. Έγραψα επίσης ότι τον πρώτο χρόνο θα απέφευγα σοβαρές φορολογικές αλλαγές (ΦΜΑΠ π. χ.) και θα έριχνα όλο το βάρος της κυβέρνησης στον περιορισμό της δημόσιας δαπάνης, σπατάλης και κλοπής. Τίποτε από όσα έγραψα δεν έγινε και τώρα καλούμαι να κρίνω το κυβερνητικό ΠΣΑ. Είναι αργά. Είμαι πολιτικός και όχι σχολιογράφος τετελεσμένων. Είμαι βέβαιος ότι η κυβέρνηση δεν θα μπορέσει να περιορίσει το έλλειμμα σε ποσοστό χαμηλότερο από 3% το 2012. Αν εξαρτιόταν από εμένα θα επέστρεφα το ΠΣΑ στην κυβέρνηση και θα ζητούσα να το αναθεωρήσει. Χωρίς δεύτερη σκέψη. Δεν θα επαναλάβω τα επιχειρήματά μου. Θέλω μόνο να σταθώ σε μερικά παραδείγματα και μια σκέψη που αφορούν τη μείωση των κρατικών δαπανών.

Η κυβέρνηση υπόσχεται να περιορίσει τις δαπάνες, με εξαίρεση τις δαπάνες για την παιδεία. Ετοιμάζεται να προσλάβει 7.000 εκπαιδευτικούς. Στην Ελλάδα, στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ανά μαθητή αναλογούν τέσσερις φορές περισσότεροι εκπαιδευτικοί από ό,τι στη Φινλανδία (που παγκοσμίως θεωρείται ότι έχει το καλύτερο πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο εκπαιδευτικό σύστημα). Όπως όλοι γνωρίζουμε, οι γονείς δεν είναι ικανοποιημένοι από τη δουλειά που κάνουν οι εκπαιδευτικοί με τα παιδιά τους και γι’ αυτό ξοδεύουν πολλά χρήματα σε φροντιστήρια για να συμπληρώσουν τα κενά του σχολείου. Ενδιαφέρον είναι ότι οι εκπαιδευτικοί των φροντιστηρίων είναι περίπου όσοι των δημόσιων σχολείων. Έτσι, αν υπολογίσουμε και αυτούς, σε κάθε μαθητή αναλογούν οκτώ φορές περισσότεροι εκπαιδευτικοί από ό, τι στη Φινλανδία. Και όμως, η κυβέρνηση θα προσλάβει 7.000 νέους εκπαιδευτικούς! Στενοχωριέται ο κ. Παπακωνσταντίνου επειδή οι ξένοι δεν εμπιστεύονται ότι η κυβέρνηση θα μειώσει τις δημόσιες δαπάνες. Ορθώς δεν την εμπιστεύονται.

Το ζήτημα με τους εκπαιδευτικούς και πολλούς άλλους δημόσιους υπαλλήλους δεν είναι πώς θα προσλαμβάνονται (θέμα με το οποίο καταπιάνεται η κυβέρνηση, για να μας πει ότι εφεξής όλα θα γίνονται μέσω ΑΣΕΠ), αλλά πώς θα απολυθούν σταδιακά οι υπεράριθμοι (με αυτό το αντικείμενο θα έπρεπε να ασχοληθεί το ΑΣΕΠ). Θυμίζω με την ευκαιρία ότι, ενώ το Σύνταγμα και ο Κώδικας Δημοσίων Υπαλλήλων προβλέπουν ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι που καταλαμβάνουν θέσεις που καταργούνται απολύονται, δεν υπάρχει νόμος που να προβλέπει πώς αποζημιώνονται και πώς στηρίζονται για να μπορέσουν να επανενταχθούν στην αγορά εργασίας.

Πριν από λίγες ημέρες πληροφορηθήκαμε το ύψος των μισθών διαφόρων στην ΕΡΤ. Η κυβέρνηση και τα ΜΜΕ αναζητούσαν τόσο καιρό τα golden boys των τραπεζών ενώ ήταν στην αυλή τους, στην κρατική ΕΡΤ. Η κυβέρνηση αρκέστηκε να μας διαβεβαιώσει αορίστως ότι θα μειώσει τις εξαιρετικά υψηλές αμοιβές. Δεν μας είπε όμως ότι θα απολύσει τους αργόμισθους. Είναι στάση κυβέρνησης που θα μειώσει τις δαπάνες; Όχι βέβαια, και ορθώς δεν πρέπει να γίνει δεκτό το ΠΣΑ.

Στη Βουλή μάθαμε ότι καταβάλλεται στους υπαλλήλους της 15ος και 16ος μισθός που φορολογείται αυτοτελώς. Εφεξής θα φορολογείται, ισχυρίζεται η κυβέρνηση για να μειώσει το έλλειμμα. Μάθαμε όμως επίσης ότι τα τελευταία πέντε χρόνια διπλασιάστηκε ο αριθμός των υπαλλήλων για να υπηρετούν τον ίδιο αριθμό βουλευτών. Το μείζον λοιπόν είναι ο περιορισμός του αριθμού των υπαλλήλων και όχι αν οι παροχές φορολογούνται αυτοτελώς. Για το μείζον, ούτε λέξη. Από τη μείωση του κονδυλίου των επιδομάτων των δημοσίων υπαλλήλων κατά 10% θα εξοικονομηθούν 650 εκατ. ευρώ, λέει η κυβέρνηση. Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι το σύνολο των επιδομάτων φθάνει τα 6,5 δισ. ευρώ. Είναι τόσα; Ποιοι τα παίρνουν; Ποιος τα μέτρησε; Δεν είμαι οπαδός του περιορισμού των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων. Του παγώματος ναι, όχι όμως του περιορισμού. Γιατί; Διότι δυστυχώς πολύ μεγάλος αριθμός δημοσίων υπαλλήλων έχει μάθει στη διαφθορά και την παρανομία. Έτσι, εκτιμώ ότι ο περιορισμός των αποδοχών θα οδηγήσει σε έξαρση της διαφθοράς και της παρανομίας για την αναπλήρωση των περικοπών. Αντιθέτως υποστηρίζω ότι μόνιμες περικοπές δαπανών μπορούν να γίνουν μόνο με τη σταδιακή απόλυση των υπεράριθμων.

Γενικό συμπέρασμά μου: Ελπίζω να απορριφθεί το ΠΣΑ από την Ε.Ε., ώστε να αναγκαστούμε να σοβαρευτούμε μια ώρα αρχύτερα, πριν πάθουμε μη αναστρέψιμες ζημίες.

* Ο κ. Στέφανος Μάνος είναι μέλος της Δ. Ε. της ΔΡΑΣΗΣ.

 

Οι εργαζόμενοι στη ΔΕΗ

Κύριε διευθυντά

Διάβασα την επιστολή του πρώην υπουργού Στέφανου Μάνου και θα ήθελα να σας εκθέσω τις απόψεις μου. Οι εργαζόμενοι στη ΔΕΗ έχουν μειωθεί δραστικά στη διάρκεια των τελευταίων 16 χρόνων, γεγονός που θέτει σε άμεσο κίνδυνο τους εργαζόμενους, αλλά και τις εγκαταστάσεις της επιχείρησης. Από τους 36.670 εργαζόμενους που είχε το 1994, σήμερα με πολύ περισσότερους πελάτες και με εκατοντάδες χιλιόμετρα παραπάνω δίκτυο στην υψηλή, μέση και χαμηλή τάση και με πολύ περισσότερα εργοστάσια, έχει μόνο 22.500 εργαζόμενους! Ο μέσος όρος ηλικίας είναι τα 48 χρόνια, πράγμα που σημαίνει ότι το προσωπικό της ΔΕΗ είναι γηρασμένο και αυτό δεν μπορεί και δεν πρέπει να το αγνοεί κανείς.

Πριν από μερικούς μήνες κάναμε κατάληψη στα κεντρικά γραφεία της ΔΕΗ, θέλοντας να στείλουμε ένα ηχηρό μήνυμα στη διοίκηση για τις τρομακτικές ελλείψεις και τα εργατικά ατυχήματα –που συνδέονται με αυτές– καθώς πιθανόν ο κ. Μάνος αγνοεί ότι κάθε χρόνο στη ΔΕΗ συμβαίνουν αρκετά εργατικά ατυχήματα. Αυτό που ζητήσαμε ήταν να σταματήσουμε να θρηνούμε άλλους συναδέλφους!

Ζητήσαμε να προσληφθούν 5.000 νέοι εργαζόμενοι στη ΔΕΗ και αυτό γιατί πιστεύουμε ότι δεν θα προκαλέσει κανένα νέο κόστος στην επιχείρηση, αφού το κόστος των υπερωριών (που πληρώνει τώρα η ΔΕΗ λόγω των ελλείψεων προσωπικού) ξεπερνάει τα 70 εκατομμύρια ευρώ ετησίως!

Χαιρετίζουμε την πρόθεση του νέου προέδρου και του διευθύνοντος συμβούλου Αρθούρου Ζερβού γιατί δείχνει ότι αντιλαμβάνεται την πιεστική ανάγκη για νέο προσωπικό, προκειμένου η ΔΕΗ να μπορεί να λειτουργήσει εύρυθμα και να ανταποκριθεί στις νέες συνθήκες. Όσο για τα προνόμια των εργαζομένων στα οποία αναφέρεται ο κ. Μάνος, θα του έλεγα να επισκεφθεί μια φορά τα ορυχεία της ΔΕΗ στην Κοζάνη και τη Μεγαλόπολη ή να παρακολουθήσει τους εναερίτες συναδέλφους μου που εργάζονται κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, κάτω από καύσωνα ή ψύχος στους πυλώνες μεταφοράς, μήπως κατανοήσει για ποιους ανθρώπους αναφέρεται. Δεν με εξέπληξαν οι θέσεις του κ. Μάνου. Ο κ. Μάνος ταξικά είναι στην απέναντι πλευρά. Δεν ήταν ποτέ με τους εργαζόμενους. Άλλωστε πέρα από εκφραστής των συμφερόντων της άρχουσας τάξης ήταν και ο ίδιος βιομήχανος. Μάλλον οι φόβοι που εκφράζει είναι απότοκος της δικής του πολιτείας. Γιατί ίσως θα πρέπει να θυμίσετε ότι επί των ημερών του κ. Μάνου προσελήφθησαν στη ΔΕΗ, πέρα από κάθε διαγωνιστική διαδικασία, 8.390 άνθρωποι.

Νικος Φωτοπουλος - Πρόεδρος ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ

 

(από την εφημερίδα «Καθημερινή»)