Ο χρυσός και ο άργυρος που εντοπίζονται στη Γη, στη Σελήνη και τον Αρη είναι ουσιαστικά «ξενόφερτοι», αφού προέρχονται από συγκρούσεις των τριών σωμάτων πριν από περίπου 4,5 δισ. χρόνια με βραχώδη αντικείμενα, τα οποία προορίζονταν να αποτελέσουν υπολείμματα του σχηματισμού του ηλιακού μας συστήματος. Αυτό υποστηρίζουν Αμερικανοί επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ και το ΜΙΤ, σε μελέτη τους που δημοσιεύτηκε πριν από λίγες ημέρες στο περιοδικό Science.
Ο χρυσός και ο άργυρος που εντοπίζονται στη Γη, στη Σελήνη και τον Αρη είναι ουσιαστικά «ξενόφερτοι», αφού προέρχονται από συγκρούσεις των τριών σωμάτων πριν από περίπου 4,5 δισ. χρόνια με βραχώδη αντικείμενα, τα οποία προορίζονταν να αποτελέσουν υπολείμματα του σχηματισμού του ηλιακού μας συστήματος. Αυτό υποστηρίζουν Αμερικανοί επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ και το ΜΙΤ, σε μελέτη τους που δημοσιεύτηκε πριν από λίγες ημέρες στο περιοδικό Science.
Οι επιστήμονες εκτιμούν πως το μεγαλύτερο από τα αντικείμενα που κατέπεσαν στη Γη είχε μέγεθος παρόμοιο με τον Πλούτωνα, κάτι που συνέβη στα τελευταία στάδια δημιουργίας του πλανήτη μας. Αν και στον Αρη και στη Σελήνη οι συγκρούσεις ήταν λιγότερο βίαιες, εντούτοις και στις τρεις περιπτώσεις είχαν ως αποτέλεσμα τον εμπλουτισμό με πολύτιμα μέταλλα. Στοιχεία όπως ο χρυσός και ο άργυρος ονομάζονται σιδηρόφιλα, επειδή δεσμεύουν τον σίδηρο σε στερεή ή τηγμένη κατάσταση. Επομένως, κατά τη διάρκεια σχηματισμού της Γης, της Σελήνης και του Αρη, θα έπρεπε κανονικά να καταλήξουν στον πυρήνα των τριών σωμάτων, αφήνοντας ελάχιστα κοιτάσματα στον μανδύα και τον φλοιό.
Για να εξηγήσουν λοιπόν για ποιο λόγο αυτό δεν παρατηρείται τόσο στους δύο πλανήτες όσο και στον γήινο δορυφόρο, οι ειδικοί εικάζουν πως οι ποσότητες των μετάλλων ανανεώθηκαν αμέσως μετά τον σχηματισμό του πυρήνα, από βραχώδη αντικείμενα πλούσια σε πολύτιμα μέταλλα που βομβάρδισαν τα τρία σώματα. Για να συμβεί αυτό, οι συγκρούσεις θα χρειαζόταν να αυξήσουν τη μάζα του γήινου μανδύα κατά 0,5% και του μανδύα του Αρη κατά 0,05%, ενώ στην περίπτωση της Σελήνης το ποσοστό είναι 1.200 φορές μικρότερο. Χρησιμοποιώντας αριθμητικά μοντέλα, η ερευνητική ομάδα υπολόγισε πως ένα τέτοιο σενάριο θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα αν οι διαστημικοί βράχοι που κατέπεσαν στα τρία σώματα είχαν διάμετρο 2.500-3.200, 1.500 και 300 χιλιόμετρα, αντίστοιχα.
Διαστάσεις οι οποίες φαίνεται να συμφωνούν όχι μόνο με τις επικρατέστερες θεωρίες σχετικά με τη διαδικασία δημιουργίας του ηλιακού μας συστήματος, αλλά και με εμπειρικά δεδομένα - πιο συγκεκριμένα, από τις διαστάσεις των αντικειμένων που βρίσκονται στη ζώνη των αστεροειδών και τα οποία είναι υπολείμματα του σχηματισμού των πλανητών. Κάτι που κάνει τους επιστήμονες να υποθέτουν επίσης πως, εκτός από την προσθήκη σιδηρόφιλων στοιχείων, η πρόσκρουση ενός ανάλογου βραχώδους αντικειμένου είναι ενδεχομένως η αιτία και για την ύπαρξη αρκετά μεγάλων ποσοτήτων παγωμένου νερού στον νότιο πόλο του φεγγαριού, όπως αποκάλυψαν πρόσφατες μετρήσεις της NASA. Οι ειδικοί υποστηρίζουν πως το ίδιο φαινόμενο θα μπορούσε να συμβεί κάλλιστα και σε άλλες «γειτονιές» του σύμπαντος.
(από την εφημερίδα "Καθημερινή", 23/12/2010)