Στον χθεσινό, αδειανό κόσμο, το κεφάλαιο ήταν ο περιοριστικός παράγοντας της οικονομικής ανάπτυξης. Τώρα όμως, ζούμε σε έναν γεμάτο κόσμο. Σκεφτείτε: Τι είναι αυτό που περιορίζει την αλιεία κάθε χρόνο; Η έλλειψη πλοίων (κεφάλαιο) ή τα εναπομείναντα ψάρια στη θάλασσα (φυσικοί πόροι); Προφανώς το δεύτερο. Τι περιορίζει την παραγωγή πετρελαίου; Η έλλειψη εξοπλισμού (κεφάλαιο) ή τα διαθέσιμα κοιτάσματα και η δυνατότητα της ατμόσφαιρας να απορροφά το διοξείδιο του άνθρακα από τις εκπομπές (και τα δύο είναι φυσικοί πόροι);

Στον χθεσινό, αδειανό κόσμο, το κεφάλαιο ήταν ο περιοριστικός παράγοντας της οικονομικής ανάπτυξης. Τώρα όμως, ζούμε σε έναν γεμάτο κόσμο.

Σκεφτείτε: Τι είναι αυτό που περιορίζει την αλιεία κάθε χρόνο; Η έλλειψη πλοίων (κεφάλαιο) ή τα εναπομείναντα ψάρια στη θάλασσα (φυσικοί πόροι); Προφανώς το δεύτερο. Τι περιορίζει την παραγωγή πετρελαίου; Η έλλειψη εξοπλισμού (κεφάλαιο) ή τα διαθέσιμα κοιτάσματα και η δυνατότητα της ατμόσφαιρας να απορροφά το διοξείδιο του άνθρακα από τις εκπομπές (και τα δύο είναι φυσικοί πόροι); Τι περιορίζει την παραγωγή ξύλου; Και πάλι, ο ρυθμός αναπλήρωσης των δασών. Τι περιορίζει την καλλιέργεια; Οι ταμιευτήρες νερού και η ροή των ποταμών. Αυτά θα έπρεπε να είναι αρκετά για να υποδείξουν ότι ζούμε σε έναν περιορισμένο φυσικά κόσμο και όχι σε έναν κόσμο με περιορισμένο κεφάλαιο.

Η οικονομική λογική προτείνει να επενδύεις στον παράγοντα που σε περιορίζει. Η οικονομική λογική δεν έχει αλλάξει. Αυτό που έχει αλλάξει είναι ο περιοριστικός παράγοντας, ο οποίος είναι πλέον οι φυσικοί πόροι και όχι το κεφάλαιο. Εκεί πρέπει να επενδύσουμε. Οι οικονομολόγοι δεν έχουν αντιληφθεί αυτή τη θεμελιώδη στροφή προς την σπανιότητα. Ο νομπελίστας στη χημεία και αφανής οικονομολόγος, Φρέντερικ Σόντι, προέβλεψε την τάση αυτή 80 χρόνια πριν. Υποστήριξε ότι η ανθρωπότητα τελικά ζει βασιζόμενη στην ηλιοφάνεια, την οποία συλλαμβάνουν τα φυτά, το έδαφος και το νερό. Αυτή η θεμελιώδης βάση για τη ζωή συμπληρώνεται προσωρινά από την αποδέσμευση της παγιδευμένης ηλιοφάνειας των παλαιοζωικών καλοκαιριών [σ.μ: πετρέλαιο], η οποία εξαντλείται με ταχείς ρυθμούς για να τροφοδοτήσει αυτό που αποκάλεσε «η εποχή της επίδειξης».

Είμαστε τόσο εξαρτημένοι από την προσωρινή αυτή «επιδότηση» που οι τεχνοκράτες μας προτείνουν να μειώσουμε λίγο την πρόσληψη ηλιακής ακτινοβολίας ώστε να αφήσουμε λίγο ακόμη θερμικό χώρο για να κάψουμε ορυκτά καύσιμα! [σ.μ: βλέπε γεωμηχανική] Αυτοί οι μορφωμένοι κρετίνοι ασχολούνται παράλληλα με το πώς να υποβαθμίσουν το έδαφος και να μολύνουν το νερό, ενώ ταυτόχρονα πειράζουν την γενετική βάση των φυτών, με απώτερο σκοπό τη βραχυπρόθεσμη ανάπτυξη. Όπως είπε ο Ουές Τζάκσον, τα γεωργικά φυτά έχουν τώρα γονίδια που επέλεξε το εμπορικό επιμελητήριο του Σικάγο και όχι το οικοσύστημα και η γεωγραφία.

Τι εμποδίζει τους οικονομολόγους από το να αναγνωρίσουν την αλήθεια των λόγων του Σόντι; Η βαθιά ριζωμένη προδιάθεση ενάντια στην εξάρτηση από τη φύση και η αφοσίωση στην κυριαρχία του ανθρώπου. Αυτή η βασική στάση υπηρετήθηκε από μια θεωρητική δέσμευση ώστε να κάνει χώρο για την «ανταλλαξιμότητα» και να απορρίψει την «συμπληρωματικότητα» στους κόλπους των σημερινών νεοκλασικών οικονομολόγων. Καθώς απουσιάζει η «συμπληρωματικότητα», δεν μπορεί να υπάρχει περιοριστικός παράγοντας – αν το κεφάλαιο και οι φυσικοί πόροι ανταλλάσσονται στην παραγωγή, τότε κανένα τους δεν την περιορίζει – αν υπάρχει έλλειψη σε κάτι, τότε το αλλάζεις με κάτι άλλο και συνεχίζεις να παράγεις. Αν όμως είναι συμπληρωματικά, τότε είναι απαραίτητα και αυτό που σπανίζει είναι ο περιοριστικός παράγοντας.

Οι οικονομολόγοι θεωρούσαν ότι το κεφάλαιο ήταν ο περιοριστικός παράγοντας, άρα πίστευαν στην συμπληρωματικότητα κεφαλαίου και φυσικών πόρων στην εποχή του «αδειανού» κόσμου. Αλλά όταν οι πόροι έγιναν περιοριστικοί στη νέα «γεμάτη» οικονομία, αντί να αναγνωρίσουν την στροφή προς το μοντέλο της έλλειψης, εγκατέλειψαν την όλη ιδέα του περιοριστικού παράγοντα, δίνοντας έμφαση στην ανταλλαξιμότητα έναντι της συμπληρωματικότητας. Η νέα αιτία για να δίνουν έμφαση στο κεφάλαιο αντί για τους φυσικούς πόρους είναι η άποψη ότι το κεφάλαιο είναι ο τέλειος αντικαταστάτης τους.

Ο Ούλιαμ Νόρντχαους και ο Τζέιμς Τόμπιν το εξέφρασαν αυτό πολύ έκδηλα (“ Is Growth Obsolete?,” 1972, NBER, Economic Growth, New York: Columbia University Press):

«Το κυρίαρχο μοντέλο της ανάπτυξης υποθέτει ότι δεν υπάρχουν όρια στην δυνατότητα επέκτασης των μη ανθρώπινων παραγωγικών πόρων. Είναι βασικά ένα μοντέλο με δύο παράγοντες, στο οποίο η παραγωγή στηρίζεται μονάχα στην εργασία και στο αναπαραγώγιμο κεφάλαιο. Η γη και οι φυσικοί πόροι, δηλαδή το τρίτο μέλος της κλασσικής τριάδας, έχουν εξαφανιστεί εν πολλοίς… η δικαιολογία ήταν ότι το αναπαραγώγιμο κεφάλαιο είναι ένα σχεδόν τέλειο υποκατάστατο για τη γη και τους άλλους εξαντλήσιμους πόρους».

Η άποψη ότι το κεφάλαιο είναι τόσο τέλειο ως υποκατάστατο είναι τρελή. Καταρχήν, η αντικατάσταση λειτουργεί αμφίδρομα. Αν το κεφάλαιο αντικαθιστά τους φυσικούς πόρους, τότε και οι φυσικοί πόροι είναι εξίσου τέλειοι για να αντικαταστήσουν το κεφάλαιο. Άρα, γιατί ασχοληθήκαμε εξ αρχής με τη συσσώρευση κεφαλαίου, αφού η φύση μας έδωσε ένα τόσο τέλειο υποκατάστατο;

Υπάρχει λόγος που το σύστημά μας λέγεται καπιταλισμός και όχι «φυσικο-πορισμός». Είναι ιδεολογικά άβολο για τον καπιταλισμό το να πει ότι το κεφάλαιο δεν είναι πλέον ο περιοριστικός παράγοντας. Αλλά αυτή η δυσκολία αντιμετωπίστηκε πλέον μέσω της άποψης περί αντικατάστασης. Η νεοκλασική οικονομία, πάντα πιστή στην βασική αρχή της άρνησης οποιασδήποτε εξάρτησης από τη φύση, είχε μονάχα δύο εναλλακτικές λύσεις: Είτε το ότι η φύση δεν παρουσιάζει ελλείψεις και ότι το κεφάλαιο σπανίζει, είτε ότι η φυσική έλλειψη δεν έχει σημασία διότι το κεφάλαιο είναι τόσο τέλειο ως υποκατάστατο. Σε κάθε περίπτωση, ο άνθρωπος έχει τον έλεγχο της φύσης, χάρη στο κεφάλαιο και αυτό είναι το ζήτημα. Και μη σας νοιάζει το γεγονός ότι το κεφάλαιο είναι φτιαγμένο και εκείνο από φυσικούς πόρους.

Ο παραλογισμός της επικρατούσας άποψης περί ανταλλαξιμότητας έχει φανερωθεί ακόμα περισσότερο από τον Georgescu- Roegen στην θεωρία του περί ροής στην παραγωγή. Αναγνωρίζει ότι οι παράγοντες της παραγωγής είναι δύο ποιοτικά διαφορετικών ειδών: 1) Οι ροές φυσικών πόρων που μετατρέπονται σε ροές προϊόντων και αποβλήτων και 2) Το κεφάλαιο και η εργασία, δύο όργανα αυτής της μετατροπής που δεν εκπροσωπούνται φυσικά στο προϊόν. Αν κάποιος βρει μια βίδα ή ένα ανθρώπινο δάκτυλο στην κονσέρβα του, αυτός είναι λόγος για μήνυση και όχι επιβεβαίωση ότι το κεφάλαιο και η εργασία μετουσιώνονται στο τελικό προϊόν!

Υπάρχουν αρκετοί βαθμοί στην αντικατάσταση μεταξύ των ροών φυσικών πόρων και των ροών κεφαλαίου και εργασίας. Αλλά η βασική σχέση των δύο είναι συμπληρωματική. Το επαρκές μέσο (κεφάλαιο) δεν αντικαθιστά το φυσικό μέσο (πόροι). Δεν μπορείς να φτιάξεις την ίδια τούρτα με τα μισά υλικά, όσους μαγείρους και φούρνους και αν διαθέτεις.

Επιπλέον, το κεφάλαιο είναι η παραπάνω σημερινή παραγωγή που ανταλλάζεις για την μελλοντική παραγωγή. Αποτελείται από φυσικούς πόρους. Δεν είναι εύκολο να τους υποκαταστήσεις αυτούς όταν και το υποτιθέμενο υποκατάστατο αποτελείται από φυσικούς πόρους.

Σήμερα αναγνωρίζεται, ακόμα και από οικονομολόγους, ότι υπάρχει υπερβολικό χρέος παγκοσμίως, τόσο δημόσιο, όσο και ιδιωτικό. Ο λόγος που συσσωρεύτηκε τόσο χρέος είναι ότι είχαμε εντελώς μη ρεαλιστικές προσδοκίες για την δυνατότητα του κεφαλαίου να παράγει πραγματική ανάπτυξη έτσι ώστε να συγκρατήσει το χρέος, το οποίο ουσιαστικά είναι και αυτό κεφάλαιο, απλά με άλλο όνομα. Με άλλα λόγια, το χρέος που συσσωρεύτηκε μέσα από αποτυχημένες προσπάθειες να αυξήσουμε τον πλούτο το ίδιο γρήγορα με το χρέος, είναι απόδειξη των περιορισμών που υπάρχουν στην ανάπτυξη. Αλλά αντί να το αντιμετωπίζουμε έτσι, εκλαμβάνεται ως ο λόγος για να επιχειρήσουμε ακόμα περισσότερη ανάπτυξη, δημιουργώντας ακόμα περισσότερο χρέος και για να μεταφέρουμε το κακό χρέος από τους προϋπολογισμούς των τραπεζών στα δημόσια ταμεία.

Ο ευσεβής πόθος που οδηγεί σε τόσο ουτοπικές αναπτυξιακές προσδοκίες ήταν η πεποίθηση ότι με την ανάπτυξη θα μπορούσαμε να θεραπεύσουμε την φτώχεια, δίχως να χρειαστεί να μοιραστούμε τον πλούτο. Καθώς οι φτωχοί θα γίνονταν πλουσιότεροι, οι πλούσιοι θα γίνονταν ακόμα πιο πλούσιοι! Λίγοι περίμεναν ότι η ίδια η διαρκής ανάπτυξη θα κατέληγε να είναι «αντιοικονομική», ότι θα άρχιζε να μας κοστίζει περισσότερο οριακά, καθιστώντας μας συλλογικά φτωχότερους και όχι πλουσιότερους. Κι όμως αυτό έκανε. Παρόλα αυτά, οι οικονομολόγοι μας, οι τραπεζίτες και οι πολιτικοί εξακολουθούν να έχουν μη ρεαλιστικές προσδοκίες για την ανάπτυξη. Όπως ο τζογαδόρος που χάνει, προσπαθούν να βγουν από πάνω ποντάροντας τα διπλά ή τίποτα.

Δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε ένα βήμα πίσω από τη ρουλέτα της ανάπτυξης ώστε να επανεξετάσουμε το ενδεχόμενο μιας σταθερής οικονομίας; Άλλωστε, η ιδέα αυτή είναι εγγεγραμμένη στην κλασική οικονομική θεωρία, όπως και στη φυσική και τη βιολογία. Το αεικίνητο και η διαρκής ανάπτυξη δεν είναι ορθολογικές βάσεις για την οικονομική πολιτική.

Σε κάποιο επίπεδο, πολλοί άνθρωποι το γνωρίζουν αυτό. Τότε όμως, γιατί συνεχίζουμε να έχουμε την ανάπτυξη ως εθνική μας προτεραιότητα; Πρώτον, μας ξεγέλασαν διότι το ΑΕΠ ως μέτρο της ανάπτυξης υπολογίζει προσθετικά όλη την «οικονομική δραστηριότητα», δηλαδή τα κόστη και τα οφέλη, αντί να τα συγκρίνει οριακά. Δεύτερον, το συνδυαστικό όφελος της περασμένης ανάπτυξης κορυφώνεται στο σημείο εκείνο που η περαιτέρω ανάπτυξη γίνεται αντιοικονομική και η εμπειρία παύει να είναι καλός οδηγός για το μέλλον υπό αυτή την άποψη. Τρίτον, παρόλο που τα οφέλη από την περαιτέρω ανάπτυξη είναι μικρότερα του κόστους αυτής, οι ελίτ που λαμβάνουν τις αποφάσεις βρήκαν τον τρόπο να κρατούν για τους εαυτούς τους το έξτρα όφελος, ενώ μοιράζονται το έξτρα κόστος με τους φτωχούς, με το μέλλον και με τα άλλα ζωικά είδη. Τα ΜΜΕ που εκπροσωπούν την ελίτ, τα χρηματοδοτούμενα think tanks, η υψηλή ακαδημαϊκή κοινότητα, η Παγκόσμια Τράπεζα, η Goldman Sachs και η Wall Street, όλοι υμνούν την ανάπτυξη και ζαλίζουν τον μέσο πολίτη.

Τι θα συμβεί λοιπόν εν τέλει;