Παίρνοντας τον τίτλο της μονογραφίας μου από τον Οδυσσέα Ελύτη, καταπιάνομαι με το θέμα της ελληνικής γλώσσας με αφορμή τις τελευταίες συζητήσεις. Μπορεί να καταγράφω το αυτονόητο, όμως η γλώσσα ενός λαού και η σωστή διδαχή της, αντικατοπτρίζουν το πολιτισμικό μας επίπεδο.
Παίρνοντας τον τίτλο της μονογραφίας μου από τον Οδυσσέα Ελύτη, καταπιάνομαι με το θέμα της ελληνικής γλώσσας με αφορμή τις τελευταίες συζητήσεις. Μπορεί να καταγράφω το αυτονόητο, όμως η γλώσσα ενός λαού και η σωστή διδαχή της, αντικατοπτρίζουν το πολιτισμικό μας επίπεδο. 
Σε μια έκδοση της κυπριακής Βουλής που κάναμε με την εθελοντική εργασία καλών μου συναδέλφων, στην εισαγωγή μου είχα σημειώσει ότι η γλώσσα μας δεν αποτελεί απλώς έναν κώδικα σημείων, ηχητικών και γραπτών, που διασφαλίζει την επικοινωνία. Με τις λέξεις και τους συνδυασμούς τους, νοηματοδοτούμε τον περιβάλλοντα κόσμο, τον κατανοούμε και τον ερμηνεύουμε. Αποτυπώνουμε τις σκέψεις μας, ενσαρκώνουμε τις αντιλήψεις μας, δηλώνουμε τις πράξεις μας, ιχνηλατούμε τις ρίζες μας, ακουμπάμε την ιστορία μας. Κέντρισμα για την έκδοση αυτή ήταν η ανησυχητική συρρίκνωση της γλώσσας μας με έντονη τη λεξιλογική πενία και την εκφραστική αδυναμία. Ενα φαινόμενο που δυστυχώς επιτείνεται. 
Για του λόγου το αληθές είναι αρκετό να παρακολουθήσει κάποιος τα λογής-λογής ατοπήματα τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο. Επώνυμοι και ανώνυμοι δυσκολεύονται να εκφράσουν έννοιες ακόμα και της επιστήμης που σπούδασαν ή να διευκρινίσουν τις απόψεις τους ή πολύ περισσότερο να υποδείξουν τις λεπτές αποχρώσεις της διαφωνίας τους. Βέβαια η τελευταία συζήτηση για τη γλώσσα δεν έχει διεξαχθεί στο επιστημονικό και μόνο επίπεδο όπου, σύμφωνα με έναν έγκριτο ακαδημαϊκό, οι αλήθειες είναι γνωστές και αναμφισβήτητες, αλλά η συζήτηση γίνεται στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο των εφημερίδων και άλλων μέσων μαζικής επικοινωνίας και κοινωνικής δικτύωσης. 
Η όλη συζήτηση, από την άλλη, έχει σ’ ένα βαθμό συνδυαστεί ή συνοδευτεί με ψήγματα φανατισμού ή και τυπολατρίας, με αποτέλεσμα η ενδεχόμενη ζημιά για την ίδια τη γλώσσα να είναι μεγάλη. Χωρίς καμιά διάθεση υπερβολής, είναι νομίζω κοινή διαπίστωση ότι δεν μαθαίνουμε και δεν μιλούμε σωστά την ελληνική γλώσσα, η οποία κινδυνεύει να καταποντιστεί στα ίδια μας τα λάθη. Από την άλλη, κινδυνεύει να παραμεριστεί στον ίδιο μας τον τόπο από τα ξενόγλωσσα στοιχεία που συνεχώς και με χίλιους τρόπους αφήνουμε να διεισδύουν. 
Άγνοια, λεξιπενία, ξενομανία, συναποτελούν τη γλωσσική κακοδαιμονία μας. Φυσικά η έντονη παρουσία ξενισμών στη γλώσσα μας αποτελεί φυσική συνέπεια της ανοικτής κοινωνίας και του συνακόλουθου κοσμοπολιτισμού, όταν όμως ξεπερνά το μέτρο, άλλο δεν κάνει από το να καθρεφτίζει πιστά την πολιτική, οικονομική, τεχνολογική και πολιτιστική εξάρτηση της χώρας από ξένες δυνάμεις. Όπως έχει εγκύρως λεχθεί, εξετάζοντας προσεκτικά το γλωσσικό μας είδωλο, βλέπουμε την ακμή και την παρακμή, τη δύναμη και την αδυναμία μας. Δυστυχώς η γλωσσική μας κακοδαιμονία εντοπίζεται κυρίως, και όχι μόνο, στους νέους που μιλούν άτσαλα, κακοποιημένα και νοθευμένα ελληνικά, εκεί που είμαστε κληρονόμοι μιας γλώσσας ασύγκριτης σε λεξιλογικό πλούτο και εκφραστικές δυνατότητες. 
Όμως δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι η ανέμελη και παραφθαρμένη γλώσσα της νεολαίας εκφράζει τη γενικότερη περιφρόνηση των παραδοσιακών τρόπων από τη νέα γενιά που βλέπει τριγύρω της να ευτελίζονται οι αξίες, να κακοποιούνται οι θεσμοί, να κυριαρχεί η προχειρότητα και να θριαμβεύουν οι υποκριτές και οι αετονύχηδες. Στις αλλοπρόσαλλες και τυχοδιωκτικές συνθήκες που βιώνουμε, φυσικό είναι να απουσιάζουν οι κανόνες και τα πρόσωπα που θα μπορούσαν να στηρίζουν όχι μόνο τη γλωσσική ποιότητα αλλά και τη γενικότερη ποιότητα σε ανεκτό επίπεδο. Η λεγόμενη ξύλινη γλώσσα των πολιτικών, όταν δεν εκφράζει αυτούσια την πολιτική τους σκέψη, είναι αποτέλεσμα της προσπάθειάς τους, ό,τι και να λένε, να το παρουσιάσουν όσο λιγότερο δεσμευτικά και με όσο γίνεται κολακευτικότερα για το κόμμα τους.
Αυτές είναι οι πραγματικές αλήθειες όσο πικρές και αν είναι. Οι αλήθειες αυτές επιβάλλουν, έστω και τώρα, στο εκπαιδευτικό μας σύστημα αλλά και στον καθένα μας ξεχωριστά, να στηρίξουμε και να υποστηρίξουμε τη γλώσσα μας που όπως είπε ο Οδυσσέας Ελύτης μιλιέται για χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και με ελάχιστες διαφορές. 
* Ο Κωστάκης Χριστοφόρου είναι πρόεδρος της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού Κύπρου
(από την εφημερίδα "Φιλελεύθερος")