Το μερίδιο των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα της Ελλάδας έφτασε το 2012 στο 15,1%, συγκριτικά με το μέσο όρο του 14,1% στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σύμφωνα με τα τελευταία
στοιχεία της Eurostat
, την περίοδο 2004- 2012, η Ελλάδα κατέγραψε την τέταρτη μεγαλύτερη αύξηση ενεργειακής κατανάλωσης από ΑΠΕ (από 7,2% το 2004 σε 15,1% το 2012), μετά τη Σουηδία (από 38,7% σε 51%) τη Δανία (από 14,5% στο 26%) και την Αυστρία (από 22,7% σε 32,1%).
Σύμφωνα με τον υφιστάμενο, δεσμευτικό στόχο της ΕΕ, το μερίδιο των ΑΠΕ θα πρέπει να έχει αυξηθεί στο 20% μέχρι το 2020.
Η Βουλγαρία, η Εσθονία και η Σουηδία έχουν ήδη πετύχει τους εθνικούς στόχους του 2020 για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Το 2012, τα υψηλότερα ποσοστά ενεργειακής κατανάλωσης από ανανεώσιμες πηγές καταγράφονται στη Σουηδία (51%), στη Λετονία (35,8%), στη Φινλανδία (34,3%) και στην Αυστρία (32,1%), ενώ τα χαμηλότερα καταγράφονται στη Μάλτα (1,4%), στο Λουξεμβούργο (3,1%), στη Μ. Βρετανία (4,2%) και στην Ολλανδία (4,5%).
Εν μέσω κρίσης, πάντως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε πρόσφατα τον Ιανουάριο χαλάρωση των στόχων για τις ΑΠΕ. Σύμφωνα με την πρόταση ο στόχος του 20% δεν θα ανανεωθεί μετά το 2020, αλλά θα αντικατασταθεί από έναν νέο, μετριοπαθή στόχο στο 27%, ο οποίος θα ισχύει σε επίπεδο ΕΕ χωρίς δεσμευτικά όρια για καθεμία χώρα-μέλος.
Αυτό θα επέτρεπε σε χώρες όπως η Βρετανία να συμμορφωθούν με τους στόχους για τις εκπομπές άνθρακα αξιοποιώντας την πυρηνική ενέργεια, η οποία δεν εκπέμπει μεν αέρια του θερμοκηπίου αλλά δεν θεωρείται ανανεώσιμη πηγή. Η Γερμανία, αντίθετα, επιμένει στη διατήρηση των δεσμευτικών εθνικών στόχων, καθώς υλοποιεί πρόγραμμα μεγάλης κλίμακας για την ανάπτυξη της αιολικής και ηλιακής ενέργειας.