Tου Κ. Ν. Σταμπολή
Οι τελευταίες σημαντικές εξελίξεις στην Αγορά Φυσικού Αερίου τόσο σε Ευρωπαϊκό επίπεδο όσο και στην Ελλάδα, όπου προωθείται η απελευθέρωση της αγοράς αερίου, έχουν προσελκύσει το ενδιαφέρον των Ελληνικών Πετρελαίων (ΕΛΠΕ), του μεγαλύτερου βιομηχανικού ομίλου της χώρας. Το ενδιαφέρον των ΕΛΠΕ είναι πολλαπλό και στηρίζεται σε τέσσερα δεδομένα: (α) Είναι ένας από τους βασικούς ανταγωνιστές του φυσικού αερίου αφού η κύρια δραστηριότητα του ομίλου είναι η παραγωγή και η εμπορία προϊόντων πετρελαίου, (β) Είναι σημαντικός μέτοχος στη ΔΕΠΑ στην οποία κατέχει το 35% του μετοχικού της κεφαλαίου, (γ) Είναι εν δυνάμει παραγωγός φυσικού αερίου είτε στις περιοχές που έχει ήδη δικαιώματα έρευνας και παραγωγής, και (δ)Είναι ένας μεγάλος καταναλωτής φυσικού αερίου μέσω της κατά 100% θυγατρικής της «Ενεργειακή Θεσσαλονίκης» (παραγωγή ηλεκτρισμού μέσω μονάδος συνδυασμένου κύκλου 400 MW). Μιλώντας πρόσφατα σε Ημερίδα που οργάνωσε το Ινστιτούτο Ενέργειας Ν.Α Ευρώπης (ΙΕΝΕ) στην Αθήνα, ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΛΠΕ Δρ. Πάνος Καβουλάκος επεσήμανε ότι «Η ανάπτυξη του φυσικού αερίου υποκαθιστά τη χρήση προϊόντων πετρελαίου κυρίως ντίζελ και μαζούτ, επομένως συνεπάγεται μείωση του μεριδίου της Ελληνικά Πετρέλαια στην αγορά ενέργειας στην Ελλάδα και απώλεια κερδών. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας το σύνολο της βιομηχανίας και εμπορίας πετρελαίου στη χώρα, έχασε το 2005 ένα περιθώριο της τάξης των 4 - 5 εκατομμυρίων Ευρώ, από τη διείσδυση του φυσικού αερίου και την υποκατάσταση προϊόντων πετρελαίου, και το οποίο θα αυξηθεί σημαντικά τα επόμενα χρόνια. Μέρος αυτών των κερδών θα είναι απώλεια για την ΕΛΠΕ και την θυγατρικής μας εταιρείας ΕΚΟ, η οποία θα χάσει κυρίως πωλήσεις πετρελαίου θέρμανσης». «Παρόλα αυτά, η Ελληνικά Πετρέλαια», παρατηρεί ο κ. Καβουλάκος «με γνώμονα το όφελος του κοινωνικού συνόλου, την ασφάλεια του εφοδιασμού και του ενεργειακού ισοζυγίου της χώρας, και τη μείωση των ρύπων (διοξειδίων του θείου και αιωρουμένων σωματιδίων) έχει θέσει ως στόχο την προώθηση της ανάπτυξης του φυσικού αερίου στη χώρα, προσβλέποντας να αντισταθμίσει μέρος της απώλειας των κερδών της με την αύξηση της αξίας της συμμετοχής της στη ΔΕΠΑ». Ως βασικός μέτοχος της ΔΕΠΑ, η Ελληνικά Πετρέλαια εκφράζει προβληματισμό αφού τα απασχολούμενα κεφάλαια της ΔΕΠΑ θεωρεί ότι δεν είναι σήμερα στο επίπεδο των προσδοκιών της. Με άλλα λόγια η διοίκηση της ΕΛΠΕ πιστεύει ότι η απόδοση των κεφαλαίων δεν είναι αυτή που θα έπρεπε και μάλιστα ανησυχεί για τη μελλοντική πορεία της ΔΕΠΑ αφού εκτιμά ότι η απελευθέρωση της αγοράς θα μειώσει τα περιθώρια της εμπορικής δραστηριότητας της εταιρείας σε επίπεδα αντίστοιχα των χωρών της ΕΕ ενώ τα περιθώρια της δραστηριότητας μεταφοράς, που αντιστοιχεί στο 85% του EBITDA της επιχείρησης θα είναι ρυθμιζόμενα. Επιπλέον η ΔΕΠΑ θα πρέπει να επενδύσει περίπου 1 δισεκατομμύριο Ευρώ για περαιτέρω ανάπτυξη των υποδομών. Επομένως, παρατηρεί η διοίκηση της ΕΛΠΕ, το χρηματοδοτικό σχήμα της ΔΕΠΑ θα πρέπει να αριστοποιηθεί ώστε να προσφέρει ικανοποιητικές αποδόσεις. Ένας τρόπος που έχει υιοθετηθεί από άλλες χώρες είναι η χρησιμοποίηση κεφαλαιουχικής δομής με υψηλά επίπεδα δανεισμού, καθώς η μορφή της δραστηριότητας μεταφοράς παρουσιάζει σχετικά σταθερές χρηματικές ροές, γεγονός που επιτρέπει ασφαλή εξυπηρέτηση δανείων και υψηλή σχέση δανειακών κεφαλαίων προς ίδια. Ένας άλλος τρόπος, είναι η μετοχοποίηση της εταιρείας, την οποία και προωθεί η κυβέρνηση και έχει εξαγγελθεί για το β΄ εξάμηνο του 2007. Ως εν δυνάμει παραγωγός Φυσικού Αερίου, αφού η ΕΛΠΕ εκτελεί σήμερα έρευνες για κοιτάσματα στη Λιβύη και στο Μαυροβούνιο και αύριο στην Αίγυπτο, ο Όμιλος πιστεύει ότι υπάρχουν αξιόλογες επιχειρηματικές ευκαιρίες τόσο στον τομέα παραγωγής και μεταφοράς, απευθείας ή μέσω swaps, του αερίου στην Ελλάδα είτε επενδύοντας σε τερματικούς σταθμούς υγροποιημένου αερίου (LNG). Με την εκτιμούμενη επέκταση του εμπορίου LNG διεθνώς και την δημιουργία αγοράς spot, αναπόφευκτα θα προκύψουν ανάγκες για νέες εγκαταστάσεις αποθήκευσης και διακίνησης. Παρά το γεγονός ότι στην περαιτέρω εξέλιξη της αγοράς φυσικού αερίου στην Ελλάδα η ΕΛΠΕ διαβλέπει σημαντικές επιχειρηματικές ευκαιρίες, για αυτό εξ’ άλλου μελετά την αύξηση του ποσοστού συμμετοχής της στην ΔΕΠΑ, στον τομέα της κατανάλωσης φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή, όπου μέσω της ΕΝΘΕΣ τυγχάνει να είναι επιλέγων πελάτης, οι εμπειρίες μέχρι στιγμής είναι απογοητευτικές. Τους λόγους μας τους εξηγεί ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΛΠΕ Δρ. Πάνος Καβουλάκος. «Η συνολική ανάπτυξη της αγοράς του φυσικού αερίου, είναι συνδεδεμένη με την ηλεκτροπαραγωγή και πιο ειδικά με την ανάπτυξη των μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με τεχνολογία συνδυασμένου κύκλου. Θεωρούμε ότι η πολιτεία θα πρέπει να μεριμνήσει ώστε οι επενδύσεις σε νέα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες είναι απαραίτητες για την ασφάλεια του συστήματος, να έχουν ικανοποιητικές αποδόσεις στα επενδυμένα κεφάλαια. Ως γνωστό η δική μας, πάντως, εμπειρία στον τομέα αυτό δεν είναι προς το παρόν θετική». Στις 24 Δεκεμβρίου 2005, η Ενεργειακή Θεσσαλονίκης ξεκίνησε τη λειτουργία του πρώτου ιδιωτικού σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα με τεχνολογία συνδυασμένου κύκλου, δυναμικότητας 390 ΜW, που χρησιμοποιεί ως καύσιμο φυσικό αέριο. Η μονάδα χρησιμοποιεί την πλέον σύγχρονη διαθέσιμη τεχνολογία, και έχει υψηλό βαθμό απόδοσης (56%) καθώς είναι υδρόψυκτη. Με τις σημερινές τιμές του φυσικού αερίου, το κόστος καυσίμου για την παραγωγή μίας ΜWh ανέρχεται σε περίπου 52-55 ευρώ, ενώ τις περισσότερες ώρες της ημέρας, η Οριακή Τιμή του Συστήματος, η τιμή δηλαδή στην οποία η ΕΝΘΕΣ μπορεί να πωλήσει την ενέργεια που παράγει, είναι χαμηλότερη από αυτά τα επίπεδα. Έχουμε δηλαδή μία αγορά ηλεκτρικής ενέργειας με αρνητικό «spark spread, αρνητικό δηλαδή περιθώριο μεταξύ της τιμής της κιλοβατώρας και του κόστους του φυσικού αερίου. «Επομένως, το εργοστάσιο σήμερα, με βάση τις τρέχουσες τιμές φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας, και τις αποζημιώσεις για τη διαθεσιμότητα ισχύος, δεν φαίνεται ότι μπορεί να παράγει ικανοποιητικές αποδόσεις στα κεφάλαια που έχουν επενδυθεί για την κατασκευή του» παρατηρεί ο κ. Καβουλάκος. Βλέπουμε λοιπόν πόσο σημαντικές και μακρόπνοες, μπορεί να είναι οι επιπτώσεις για την αγορά φυσικού αερίου από την ενεργό ανάμειξη ενός μεγάλου βιομηχανικού πελάτη, και από τους μεγαλύτερους παίκτες στην ενεργειακή αγορά της Ν.Α Ευρώπης, που είναι σήμερα η ΕΛΠΕ. Επιπτώσεις, οι οποίες εάν δεν μελετηθούν και αποκωδικοποιηθούν σωστά από τους υπεύθυνους για την χάραξη της ενεργειακής πολιτικής της χώρας, είναι ενδεχόμενο να οδηγήσουν σε απρόσμενες εξελίξεις σε ότι αφορά την εμπορική διαχείριση και καθοδήγηση της αγοράς. Γενική είναι πάντως η εκτίμηση ότι η απελευθέρωση της αγοράς του φυσικού αερίου θα βοηθήσει μεσοπρόθεσμα στην μείωση του κόστους της πρώτης ύλης. Σύμφωνα με κύκλους της αγοράς αυτό δεν είναι αρκετό, καθώς χρειάζεται προσαρμογή των εσόδων από την πώληση ηλεκτρικής ενέργειας και τη διαθεσιμότητα ισχύος για να υπάρχει κίνητρο για επενδύσεις. Αυτό θα επιτευχθεί μόνο εάν η πολιτεία κατορθώσει να δημιουργήσει το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο και να μεριμνήσει ώστε οι τιμές φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας να είναι τέτοιες ώστε οι επενδύσεις σε νέα εργοστάσια συνδυασμένου κύκλου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας να έχουν ικανοποιητικές αποδόσεις στα επενδυμένα κεφάλαια. Ταυτόχρονα θα πρέπει να εξασφαλιστεί η ελεύθερη πρόσβαση όλων των εν δυνάμει προμηθευτών φυσικού αερίου στο εθνικό σύστημα αποθήκευσης και μεταφοράς, τόσο μέσω των κωδίκων χρήσεως αυτού όσο και του ιδιοκτησιακού του καθεστώτος, ώστε να προωθηθεί ο ανταγωνισμός και να εξασφαλιστούν εναλλακτικές πηγές προμήθειας.