Υπάρχει μία σχολή σκέψης που υποστηρίζει ότι εάν αυξηθούν οι εισαγωγές
υγροποιημένου φυσικού αερίου (
LNG) στην Ευρώπη αυτό από μόνο του θα μειώσει την εξάρτηση της ΕΕ από το
εισαγόμενο Ρωσικό φυσικό αέριο. Πράγματι σήμερα η Ρωσική ενεργειακή
Gazprom καλύπτει περίπου το 31% των συνολικών αναγκών των ΕΕ 28 και Τουρκίας σε
αέριο που αντιστοιχεί στα 63% των εισαγωγών. Μάλιστα το 2015 οι παραδόσεις
Ρωσικού αερίου προς τις ευρωπαϊκές χώρες έφθασαν τα 159
bcm’
s, αυξημένες κατά 19
bcm σε σχέση με το 2014. Και οι προοπτικές είναι ότι οι Ρωσικές παραδόσεις
αερίου θα αυξάνονται κατά τα επόμενα χρόνια καθώς η εγχώρια παραγωγή στην
Ευρώπη θα μειώνεται χρόνο με το χρόνο.

Όπως φαίνεται στο διάγραμμα η Ευρώπη σήμερα εισάγει περίπου το 50% των
αναγκών της σε αέριο, χωρίς να υπολογίζουμε τις εισαγωγές από τη Νορβηγία που
είναι εκτός ΕΕ. Εάν υπολογίζαμε και τις Νορβηγικές εισαγωγές τότε το σύνολο των
εισαγωγών ξεπερνά το 70%. Δικαιολογημένα
οι ιθύνοντες της Ε. Επιτροπής ψάχνουν απεγνωσμένα να βρουν τρόπους μείωσης της υψηλής
αυτής εξάρτησης. Η πλέον πρόσφατη προσπάθεια τους αποτυπώνεται στο λεγόμενο
Energy
Union
το οποίο ανακοινώθηκε για
πρώτη φορά πέρυσι από το φιλόδοξο Σλοβάκο Επίτροπο και νυν αντιπρόεδρο της ΕΕ,
κον
Maros
Sefcovic, που βασικό στόχο έχει την δημιουργία
μίας ουσιαστικής ενιαίας αγοράς ενέργειας (κάτι που προβλέπεται έτσι και αλλιώς από
την ιδρυτική πράξη της ΕΟΚ και μετέπειτα της Ευρωπαϊκής Ένωσης) με την ελεύθερη
κυκλοφορία και ανταλλαγή ποσοτήτων φυσικού αερίου μέσω ενός πλήρως
διασυνδεδεμένου Ευρωπαϊκού συστήματος.
Προβλέπεται επίσης η αύξηση των υπόγειων αποθηκευτικών χώρων φυσικού αερίου
(
USGF) και τερματικών
LNG καθώς και η επαγωγή φυσικού αερίου από εναλλακτικούς προμηθευτές όπως λ.χ.
μέσω του Νότιου Διαδρόμου από Αζερμπαϊτζάν, και αύριο από κοιτάσματα σε Ισραήλ,
Αίγυπτο και Κύπρο μέσω του υπό μελέτη αγωγού
East
Med. Σε όλα τα υπό εξέταση σενάρια όμως το
Energy
Union
δεν προβλέπει αύξηση της
εγχώριας παραγωγής αλλά αντίθετα αύξηση των εισαγωγών, με πρωτεύοντα ρόλο στο
LNG το οποίο θα προμηθεύονται οι χώρες της ΕΕ από Αλγερία, Νιγηρία, Κατάρ,
Υεμένη, Αίγυπτο, Ινδονησία, ΗΠΑ ακόμη και από την Αυστραλία. Το 2014 από τα 414
bcm
αερίου που καταναλώθηκαν στην Ευρώπη τα 52
bcm, δηλαδή μόλις το 12.6%, προήλθε από
LNG με προοπτική αυτές οι
ποσότητες να αυξηθούν περεταίρω με ορισμένους να θέτουν στόχους ακόμα και για
20% ή και 25% κάλυψη μέχρι το 2025. Σε κάθε
περίπτωση οι αυξημένες ποσότητες
LNG
ενισχύουν την εξάρτηση της ΕΕ από εισηγμένο αέριο αντί
να την μειώνουν, και άρα επουδενί τρόπο συμβάλλουν στην ενεργειακή απεξάρτηση
της ΕΕ 28 όπως υποστηρίζουν αυτοί που τελείως προπαγανδιστικά και ευκαιριακά
προωθούν το
Energy
Union.
Στην περίπτωση της Ελλάδος όπου η κατανάλωση αερίου βαίνει μειούμενη τα
τελευταία χρόνια, από
4.2
bcm
το 2012, στα 3.2
bcm
το 2014, το
LNG καλύπτει περίπου το 15% των αναγκών μέσω του τέρμιναλ της Ρεβυθούσας, το
οποίο ως γνωστό τώρα επεκτείνεται με χωρητικότητα η οποία από 130,00
m3 θα φθάσει το 2017 τα 225,000
m3. Παράλληλα ευρίσκονται σε εξέλιξη σχέδια για
την κατασκευή ενός πλωτού σταθμού
LNG στην Αλεξανδρούπολη,
χωρητικότητας 170,000 κυβικά μέτρα, με στόχο την προμήθεια της αγοράς των
Βαλκανίων αλλά και της Τουρκίας η οποία σύντομα θα αντιμετωπίσει πρόβλημα
προμήθειας μετά την πιθανολογούμενη σταδιακή διακοπή παραδόσεων φυσικού αερίου
από την Ρωσία. Αναμφίβολα, το FSRU της Αλεξανδρούπολης αποτελεί ένα πολύ αξιόλογο και στρατηγικής σημασίας έργο, το οποίο θα ενισχύσει σημαντικά την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας, αλλά και της ευρύτερης περιοχής.
Με εξαίρεση την Ιαπωνία και άλλα κράτη νήσους (
island
state) το
LNG
χρησιμοποιείται παραδοσιακά ως
συμπληρωματικό καύσιμο σε εθνικά συστήματα αερίου που βασίζονται για την
προμήθεια τους σε πλέγματα αγωγών που μεταφέρουν εγχώριο ή εισαγόμενο φυσικό
αέριο. Σε αυτή την περίπτωση το
LNG
καλύπτει συνολικά ως 10% με 15% το πολύ των συνολικών
αναγκών της κάθε χώρας ένα ποσοστό που εκτιμάται ότι μπορεί να αυξηθεί στα
20-25% κατά τα επόμενα χρόνια.
Μπορεί πράγματι η παγκόσμια παραγωγή
LNG
να αυξάνεται κάθε χρόνο καθώς εισέρχονται στην αγορά
νέες μονάδες υγροποίησης (
liquefication) με τελευταίο παράδειγμα τις εγκατάστασεις της Αμερικάνικης εταιρείας
Cheniere στη Λουιζιάνα. Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία του ΙΕΑ την περίοδο 2016/2019
θα ξεκινήσουν την λειτουργία του 17
liquefication
plants
σε Αυστραλία, Ινδονησία, Ρωσία, Μαλαισία, Κολομβία
και ΗΠΑ με συνολική προβλεπόμενη παραγωγή 175
bcm
που θα έρθει να προστεθεί στην σημερινή παγκόσμια
παραγωγή των 400
bcm
κατ’ έτος.
Ακόμη και εάν οι τιμές προμήθειας του
LNG
μειωθούν σημαντικά και εξισωθούν ακόμα και με αυτές
του αερίου που προμηθεύονται οι χώρες μέσω αγωγών, η διείσδυση του σε ποσοστό
30% ή ακόμα και 50% που πολλοί εισηγούνται, θα είναι αντιοικονομική αφού θα
χρειασθούν επιπλέον αποθηκευτικοί χώροι, που προϋποθέτουν υψηλές επενδύσεις, και
τέρμιναλ υποδομής ενώ τα εξίσου πανάκριβα συστήματα αγωγών πολλών χιλιάδων
χιλιομέτρων δεν μπορούν αίφνης να απαξιωθούν. Σε μία μακροπρόθεσμη στρατηγική
εισαγωγών φυσικού αερίου ασφαλώς το κόστος προμήθειας παίζει ένα σημαντικό ρόλο
αλλά τις περισσότερες φορές, τουλάχιστον αυτό έχει δείξει η μέχρι σήμερα
εμπειρία, δεν είναι ο καθοριστικός παράγων. Αυτό που συνήθως μετράει είναι η
φερεγγυότητα και αξιοπιστία του προμηθευτή, η συνέπεια στις παραδόσεις και η
ποιότητα του αερίου και η ευελιξία στους τρόπους πληρωμής και παράδοσης. Νομοτελειακά
η Ελλάδα, αλλά και άλλες χώρες της ΕΕ μέσα στα επόμενα χρόνια θα αυξήσουν τις
εισαγωγές τους σε
LNG
αφού αυτές θα είναι πλέον
διαθέσιμες στη διεθνή αγορά και η τιμή τους θα είναι ανταγωνιστική. Αυτές θα
βασίζονται σε ορισμένα μακροχρόνια συμβόλαια ώστε να εξασφαλίζεται ασφάλεια
προμήθειας (σήμερα η ΔΕΠΑ έχει 15ετές συμβόλαιο με την Αλγερινή Sonatrach
) αλλά και σε κατά περίπτωση αγορές
spot
ή και
mid
term (πχ. 12-18 μήνες). Από ποιες χώρες τελικά θα προμηθεύεται
LNG η Ελλάδα θα εξαρτηθεί από τους προσφερόμενους οικονομικούς όρους, τον
τρόπο παράδοσης, και την διαθεσιμότητα για τις χρονικές περιόδους που θα
υπάρχουν ανάγκες.
Καταλήγοντας, θα πρέπει να τονίσουμε ότι βάσει των σημερινών τάσεων, ακόμη
και εάν λ.χ οι Ευρωπαϊκές εισαγωγές
LNG
διπλασιασθούν από το σημερινό επίπεδο των 50
bcm
στα 100
bcm
μέσα στα επόμενα 10 χρόνια, έτσι που να καλύπτουν το 20%
μίας ετήσιας Ευρωπαϊκής αγοράς 500
bcm, δεν θα μπορέσουν κατ ουδένα
τρόπο να υποκαταστήσουν τις εισαγωγές Ρωσικού φυσικού αερίου. Και αυτό όχι
γιατί τα εθνικά δίκτυα των χωρών της ΕΕ θα παραμένουν εσαεί ενωμένα με αυτά της
Ρωσίας αλλά γιατί η
Gazprom, και οι άλλες Ρώσικες εταιρείες που σύντομα θα εμφανιστούν στο προσκήνιο,
θα προμηθεύουν το αέριο με ανταγωνιστικούς εμπορικούς όρους απόλυτα συμβατούς και
εναρμονισμένους με τα προβλεπόμενα από την Ευρωπαϊκή νομοθεσία και πρακτική και
μάλιστα ένα μεγάλο μέρος θα διατίθεται πλέον εκτός μακροπρόθεσμων
oil
index
contracts, μέσω δημοπρασιών αλλά και μέσω των εννέα σήμερα, (και αέριο 15),
European
Gas
Hubs. Η αρχή έγινε το τελευταίο τρίμηνο του 2015 και σύμφωνα με όλες τις
ενδείξεις η
Gazprom
πρόκειται να εντείνει την
προσαρμογή της εμπορικής της πολιτικής στα δεδομένα της Ευρωπαϊκής αγοράς
αερίου κατά τους επόμενους μήνες.