Της Σοφίας Σκουλικάρη
Σημαντικές απώλειες υπέστησαν χθες οι τιμές του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές, καθώς οι φόβοι περί αύξησης των επιτοκίων και μείωσης του πληθωρισμού ώθησαν σε φυγή από τις αγορές εμπορευμάτων. Στο Λονδίνο, η τιμή του Brent υποχωρούσε το απόγευμα κατά 1,46 δολ. το βαρέλι, στα 67,47, ενώ την ίδια ώρα η τιμή του αργού της Νέας Υόρκης κατέγραφε πτώση 1,26 δολ., στα 69,10 δολ. το βαρέλι, επεκτείνοντας τη «βουτιά» 1,27 δολ. της Παρασκευής. Στην υποχώρηση συνέβαλαν οι προσδοκίες περί νέας αύξησης των αποθεμάτων βενζίνης των ΗΠΑ, σε συνδυασμό με την είδηση ότι η πρώτη τροπική καταιγίδα της περιόδου στον Ατλαντικό, προφανώς δεν θα περάσει από τις αμερικανικές ενεργειακές εγκαταστάσεις. Παραμένουν υψηλές οι τιμές Όμως, οι τιμές του «μαύρου χρυσού» παραμένουν κατά 13% υψηλότερες από τις αρχές του έτους. Τον παράγοντα αυτό επικαλείται η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας (ΙΕΑ) και επισημαίνει πως, αν και η παγκόσμια οικονομία αντεπεξέρχεται στην αύξηση της ζήτησης, οι υψηλές τιμές επιβραδύνουν την κατανάλωση. Στη μηνιαία έκθεση που έδωσε χθες στη δημοσιότητα, η ΙΕΑ τονίζει ότι «η ισχυρή οικονομική ανάπτυξη» αντισταθμίζει τα προβλήματα που δημιουργούν στην προσφορά οι εξελίξεις στη Νιγηρία και το Ιράκ, οι οποίες περιορίζουν την πλεονάζουσα παραγωγική δυνατότητα του ΟΠΕΚ μόλις στο 1,9 εκατ. βαρέλια ημερησίως. Ωστόσο, διαβλέπει ότι «συνολικά υπάρχουν ενδείξεις για τις επικείμενες επιπτώσεις των υψηλών τιμών». Ειδικότερα, η Υπηρεσία αναθεωρεί προς τα κάτω τις προβλέψεις της για την αύξηση της πετρελαϊκής ζήτησης φέτος κατά 10.000 βαρέλια ημερησίως, στο 1,24 εκατ. βαρέλια ημερησίως, με τις ΗΠΑ να παρουσιάζουν τις σαφέστερες ενδείξεις για χαμηλότερη κατανάλωση. Στη χώρα αυτή, η προβλεπόμενη αύξηση της ζήτησης κατά 0,9%, φέτος, είναι πολύ χαμηλότερη από εκείνη που θα περίμενε κανείς, με δεδομένο ότι η οικονομική ανάπτυξή της θα φθάσει ώς και το 4%. Όμως, «οι υψηλές τιμές λιανικής των προϊόντων πετρελαίου και οι σχετικά χαμηλές τιμές του φυσικού αερίου θα δράσουν ως τροχοπέδη για τη ζήτηση ώς τα τέλη του έτους». Πιο θετικές είναι οι προοπτικές που αφορούν την Κίνα, υπ’ αριθμόν 2 καταναλώτρια χώρα του κόσμου. Η ΙΕΑ εκτιμά ότι η κινεζική ζήτηση θα αυξηθεί κατά 8,6%, για να επιβραδυνθεί στη συνέχεια στο 5,9%, κατά το δεύτερο εξάμηνο. Οι υψηλές τιμές λιανικής των καυσίμων είναι πιθανό να ενθαρρύνουν τα διυλιστήρια στην Κίνα να αυξήσουν την παραγωγή τους βραχυπρόθεσμα, ενισχύοντας την αύξηση της ζήτησης. Ωστόσο, η ανάκαμψη της κατανάλωσης αναμένεται να είναι προσωρινή, ενώ τα στοιχεία για την Κίνα θεωρούνται αναξιόπιστα και πιθανόν να διαστρεβλώνονται λόγω των κινήσεων αύξησης των αποθεμάτων. Rosneft: Δεν θα καθυστερήσει η δημόσια εγγραφή της Πάντως, η υποχώρηση των πετρελαϊκών τιμών, σε συνδυασμό με το χθεσινό κύμα μαζικών πωλήσεων στα χρηματιστήρια, μεταξύ των οποίων και το ρωσικό, που απώλεσε χθες άνω του 8%, δεν αποθαρρύνει το Κρεμλίνο. Όπως επέμεινε χθες ο αντιπρόεδρος της ρωσικής κυβέρνησης, Αλεξάντερ Ζούκοφ, οι εξελίξεις αυτές δεν θα καθυστερήσουν τη δημόσια εγγραφή του κρατικού πετρελαϊκού κολοσσού Rosneft. Η εταιρεία ανακοίνωσε προχθές και επισήμως την πρόθεσή της να προχωρήσει στα μέσα Ιουλίου στη μεγαλύτερη για φέτος και τρίτη παγκοσμίως δημόσια εγγραφή μετοχών της, προσδοκώντας να συγκεντρώσει περί τα 10 δισ. δολάρια. Αναλυτές της Crdit Suisse αποτιμούν τη Rosneft ώς και στα 91,4 δισ. δολάρια, ενώ εικάζεται πως η εταιρεία μπορεί να πωλήσει τις μετοχές της σε τιμή χαμηλότερη από αυτή, προκειμένου να αντικατοπτρισθεί «η πρόσφατη αστάθεια των παγκόσμιων χρηματοοικονομικών αγορών». Η δημόσια εγγραφή αποτελεί προτεραιότητα για το Κρεμλίνο, εν όψει της συνόδου κορυφής των «Οκτώ» στην Αγία Πετρούπολη, επίσης στα μέσα Ιουλίου. Ωστόσο, η χθεσινή δήλωση του κ. Ζούκοφ έρχεται σε αντίθεση με το προχθεσινό σχόλιο του υπουργού Οικονομικών, Τζέρμαν Γκρεφ, βάσει του οποίου η δημόσια εγγραφή δεν θα μπορέσει να πραγματοποιηθεί πριν από τα τέλη Ιουλίου. (Καθημερινή, 14/6/06)