Αν υπάρχουν ακόμα κάποιοι που πιστεύουν ότι η εκτίναξη των τιμών του πετρελαίου είναι συνδεδεμένη με την πραγματικότητα της προσφοράς και της ζήτησης, ας αναθεωρήσουν: η Σαουδική Αραβία πρόσφερε την πιο αδιάψευστη απόδειξη ότι κάτι τέτοιο έχει πάψει πλέον να ισχύει. Και πως το ασφαλέστερο κριτήριο για το αν οι παραγωγοί χώρες αντλούν υπερβολικές ή ελάχιστες ποσότητες είναι, στο εξής, μόνο τα επίπεδα των διεθνών αποθεμάτων. Η μεγαλύτερη πετρελαιοεξαγωγός χώρα του κόσμου τόλμησε να μειώσει δραστικά την παραγωγή της, το δεύτερο τρίμηνο του έτους. Ωστόσο, αυτό δεν επηρέασε καθόλου τους ρυθμούς κάλυψης της αυξανόμενης ζήτησης. Από τον Ιούλιο του 2004 ώς τον Μάρτιο του 2006, το βασίλειο αντλούσε ποσότητες πετρελαίου που υπερέβαιναν κατά πολύ τα 9 εκατ. βαρέλια ημερησίως, προκειμένου να συνεχίσει να εφοδιάζει χωρίς προβλήματα τις δύο μεγαλύτερες καταναλώτριες χώρες του κόσμου, ΗΠΑ και Κίνα. Την ίδια περίοδο, τα παγκόσμια αποθέματα αυξήθηκαν στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 20 ετών, ενώ μόνο τα αμερικανικά στο ζενίθ οκταετίας. Σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας (ΙΕΑ), τα αποθέματα των χωρών του ΟOΣΑ ήταν τον Μάρτιο αρκετά, ώστε να τροφοδοτούν τα διυλιστήριά τους για 25,9 ημέρες, διάστημα πολύ μεγαλύτερο του συνήθους. Έκτοτε, τα αποθέματα αυξήθηκαν περαιτέρω. Ο υπουργός Πετρελαίου του Ριάντ, Αλί αλ Ναΐμι, επιμένει πως «δεν υπάρχει καμιά απολύτως σχέση μεταξύ των τιμών και της προσφοράς και ζήτησης». Στις αρχές Ιουνίου, μάλιστα, σε συνέντευξή του στην αραβική εφημερίδα Al Hayat, εξέφραζε την άποψη ότι, βάσει των θεμελιωδών μεγεθών, το πετρέλαιο δεν αξίζει περισσότερο από 50 δολάρια το βαρέλι. Ο κ. Aλ Ναΐμι έχει επανειλημμένως τονίσει ότι η τιμή του πετρελαίου καθορίζεται από την αγορά των πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων, η οποία ενώνει πετρελαϊκές εταιρείες, διαπραγματευτές και επενδυτικά κεφάλαια. Η αγορά αυτή είναι που ώθησε την τιμή του «μαύρου χρυσού» από τα 20 δολάρια των αρχών του 2002 σε άνω των 70 σήμερα. Τα προβλήματα στις εξαγωγές της Νιγηρίας και του Ιράκ, η ένταση στις σχέσεις Δύσης και Ιράν και η γνώση ότι το πετρέλαιο κάποια στιγμή θα εξαντληθεί είναι παράγοντες που συνέβαλαν στο «ράλι». Ο πρόεδρος της σαουδαραβικής Aramco, Αμπνταλάχ Τζουμάχ, παραδέχεται ότι «μέρος της σημερινής εξίσωσης των τιμών έχει να κάνει με τα ίδια τα ζητήματα της ασφάλειας της προσφοράς, όμως δεν θα πρέπει να ξεχνάμε τον διαστρεβλωτικό ρόλο που παίζει η κερδοσκοπία στις πετρελαϊκές αγορές». Στη σύνοδο του ΟΠΕΚ στο Ισφαχάν του Ιράν, τον Μάρτιο του 2005, ήταν που το Ριάντ υιοθέτησε τη νέα πολιτική του, η οποία συνίστατο στην αύξηση των παγκόσμιων αποθεμάτων, ως μέσο προστασίας σε περίπτωση κρίσης στην προσφορά. Έκτοτε, τα αποθέματα αργού στις χώρες του ΟΟΣΑ αυξήθηκαν περισσότερο από 50 εκατ. βαρέλια, στο ζενίθ 20ετίας των 1,005 δισ. βαρελιών. Η απόφαση της Σαουδικής Αραβίας να μειώσει την παραγωγή της κατά 400.000 βαρέλια ημερησίως, ποσότητα που αντιστοιχεί στο 4,2%, κατά το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους υπήρξε το λογικό αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής. Τον Μάιο, η χώρα παρήγαγε 9,05 εκατ. βαρέλια ημερησίως, ήτοι τη μικρότερη ποσότητα της τελευταίας διετίας και αρκετά χαμηλότερη σε σχέση με την παραγωγική δυνατότητα του βασιλείου, η οποία ανέρχεται στα 11,3 εκατ. βαρέλια ημερησίως. Η διεθνής αγορά των 85 εκατ. βαρελιών ημερησίως ούτε που πρόσεξε τη μείωση αυτή, όπως άλλωστε και την απουσία περισσότερων από 150.000 βαρελιών ιρανικού πετρελαίου ημερησίως, όταν η δεύτερη μεγαλύτερη πετρελαιοπαραγωγός χώρα του ΟΠΕΚ περιέκοψε επίσης την παραγωγή της. Άλλωστε, οι εργασίες συντήρησης στα διυλιστήρια, ιδίως της Ασίας, περιόρισαν τη ζήτηση και τα αποθέματα αργού συνέχισαν να αυξάνονται. Ανώτατο στέλεχος του καρτέλ περιέγραφε με πολύ απλά λόγια την κατάσταση: «Ο λόγος της μείωσης είναι απλός: ο κόσμος δεν ζητεί πετρέλαιο». Παρ’ όλα αυτά, η τιμή του «μαύρου χρυσού» άγγιξε ακόμα και τα 75,35 δολάρια το βαρέλι στα τέλη Απριλίου, καταγράφοντας το πολλαπλό ιστορικό ρεκόρ του και με προοπτική περαιτέρω ανόδου, καθώς οι εξελίξεις με αφορμή το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης δεν έδιναν το περιθώριο ψευδαισθήσεων για την ασφάλεια της προσφοράς. Στην πετρελαϊκή βιομηχανία, είναι πολλοί εκείνοι που πιστεύουν ότι ήλθε πλέον η ώρα να αυξήσει σταδιακά η Σαουδική Αραβία την προσφορά της, καθώς τα διυλιστήρια επιταχύνουν την παραγωγή βενζίνης και πετρελαίου θέρμανσης. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η χώρα άντλησε 9,1 εκατ. βαρέλια ημερησίως τον Ιούνιο, ποσότητα αυξημένη κατά 50.000 βαρέλια ημερησίως έναντι του Μαΐου. Στοιχεία της ναυτιλιακής αγοράς καταδεικνύουν επίσης αύξηση των εξαγωγών. Τον Ιούλιο, το βασίλειο ναύλωσε εννέα μεγάλα δεξαμενόπλοια (Very Large Crude Carriers) για τη μεταφορά 18,5 εκατ. βαρελιών πετρελαίου στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ναύλωση από τον Δεκέμβριο του 2004. Οι αναλυτές υπενθυμίζουν πως «όσο προχωρούμε προς το δεύτερο εξάμηνο του έτους, η πετρελαϊκή ζήτηση αυξάνεται». Ωστόσο, οι απόψεις διχάζονται σε ό,τι αφορά την επίδραση των υψηλών τιμών στη ζήτηση. Κάποιοι επισημαίνουν ότι ήδη έχουν αρχίσει να εμφανίζονται ενδείξεις επιβράδυνσης της ζήτησης στις ΗΠΑ, υπ’ αριθμόν 1 καταναλώτριας χώρας του κόσμου. (Καθημερινή, 1/7/06)