Όπως γνωρίζουν οι αναγνώστες του energia.gr είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που το portal εξασκεί κριτική ή αντιτίθεται σφόδρα σε κυβερνητικές επιλογές στον τομέα της ενέργειας. Και αυτό γιατί οι περισσότερες αποφάσεις που καλείται να λάβει μια κυβέρνηση στην Ελλάδα τα τελευταία επτά χρόνια οριοθετούνται συνήθως από εξωτερικούς παράγοντες τόσο λόγω μνημονιακών υποχρεώσεων όσο και ως αποτέλεσμα διεθνών εξελίξεων

Όπως γνωρίζουν οι αναγνώστες του energia. gr είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που το portal εξασκεί κριτική ή αντιτίθεται σφόδρα σε κυβερνητικές επιλογές στον τομέα της ενέργειας. Και αυτό γιατί οι περισσότερες αποφάσεις που καλείται να λάβει μια κυβέρνηση στην Ελλάδα τα τελευταία επτά χρόνια οριοθετούνται συνήθως από εξωτερικούς παράγοντες τόσο λόγω μνημονιακών υποχρεώσεων όσο και ως αποτέλεσμα διεθνών εξελίξεων. Έτσι τα περιθώρια ελιγμών και επιλογών στα καίρια ενεργειακά ζητήματα είναι περιορισμένα χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι ανύπαρκτα. Υπάρχουν δε τομείς όπως λ.χ. αυτός των ερευνών υδρογονανθράκων και των διεθνών ενεργειακών διασυνδέσεων (πχ ηλεκτρισμός, φ. αέριο) που η κυβέρνηση έχει μια ελευθερία κινήσεων να καθορίσει αυτή την ατζέντα.

Αλλά και στα θέματα φορολογίας επί των τιμών των καυσίμων, αντίθετα με την έως τώρα διαμορφωθείσα στην κοινή γνώμη αντίληψη, η Κυβέρνηση έχει περιθώρια ελιγμών αφού η απόφαση για το ύψος της επιβολής φόρων στο πετρέλαιο ή στο φ. αέριο είναι αποκλειστικά δική της ευθύνη. Απλούστατα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ σήμερα και η κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ εχθές επέλεξαν την εύκολη οδό της υψηλής φορολογίας στα καύσιμα, καθ’ ότι αποτελεί ένα σίγουρο τρόπο είσπραξης στην πηγή ( at source) που μάλιστα μπορεί να προϋπολογισθεί με κάποια σιγουριά , πράγμα που διευκολύνει την σύνταξη του κρατικού προϋπολογισμού. Παραδοσιακά, διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις την περίοδο της μεταπολίτευσης, επέλεγαν υψηλή φορολογία στα καύσιμα προκειμένου να χρηματοδοτούν την λειτουργία ενός απίθανα μεγάλου και σπάταλου κρατικού μηχανισμού.

Με την έναρξη της περιόδου της διεθνούς επιτροπείας της χώρας με την υπογραφή του πρώτου μνημονίου τον Ιούνιο του 2010 η τάση για υψηλή φορολογία με διάφορες αυξομειώσεις συνεχίστηκε, με αποτέλεσμα η τελική τιμή στην αντλία να επιβαρύνεται με φόρους και διάφορα ειδικά τέλη σε επίπεδο του 60-64% (βλέπε διάγραμμα με διαμορφωμένη Μέση Τιμή Απλής Αμόλυβδης Βενζίνης στις 30/12/2016).

Τώρα με τους νέους πρόσθετους φόρους που επέβαλλε η Κυβέρνηση από 1/1/2017, (με δική της πρωτοβουλία προκειμένου να καλύψει τις υψηλές κρατικές δαπάνες και την άρνησή της να κάνει τις απαραίτητες εκτενείς περικοπές και μεταρρυθμίσεις, όπως έχουν συμβουλεύσει όσοι ασχολούνται με την ανόρθωση της Ελληνικής οικονομίας) οι τιμές των καυσίμων επιβαρύνονται επιπλέον με 3-7 λεπτά του ευρώ για βενζίνη, 10 λεπτά για το πετρέλαιο κίνησης και 7 λεπτά για το υγραέριο κίνησης. Αυτό σημαίνει ότι από 1/1/2017 η φορολογική επιβάρυνση για κάθε λίτρο αμόλυβδης βενζίνης έχει εκτιναχθεί στο 66.57% από το 64.84% που ήταν έως τώρα, δηλαδή από τις υψηλότερες φορολογικές επιβαρύνσεις του κόσμου! Ανάλογα υψηλά ποσοστά διαμορφώνονται για το πετρέλαιο κίνησης ( diesel) και για το υγραέριο. Το δε Υπουργείο Οικονομίας δηλώνει ευτυχές ότι με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει να αυξήσει τα έσοδα για τον προϋπολογισμό κατά 670 εκ. ευρώ τουλάχιστον, σε σύγκριση με το 2016.

Όμως οι αισιόδοξες αυτές εκτιμήσεις της κυβέρνησης αγνοούν, ηθελημένα ή μη, ότι το κύμα ανατιμήσεων που ήδη σαρώνει την αγορά από την Πρωτοχρονιά δεν θα επηρεάσει την κατανάλωση. Οι στατιστικές δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για επιβεβαίωση της κυβερνητικής πρόβλεψης, αφού η άμεση πτώση της κατανάλωσης είναι συνεχής κατά τη διάρκεια των τελευταίων 8 ετών, ενώ μόνο οι πωλήσεις της αμόλυβδης έχουν συρρικνωθεί κατά περισσότερο από ένα δισεκατομμύριο λίτρα σε ετήσια βάση. Τα δε δημόσια έσοδα αναμένεται να επηρεαστούν και από τη συνεχιζόμενη «στροφή» στην πετρελαιοκίνηση με το υπουργείο Οικονομικών να επιχειρεί να περιορίσει τη ζημιά αυξάνοντας περισσότερο τον ειδικό φόρο κατανάλωσης στο πετρέλαιο κίνησης απ’ ό,τι στην αμόλυβδη.


 

Πηγή: Καθημερινή

 

Όμως, για κάθε λίτρο που «μετατοπίζεται» από το ένα καύσιμο στο άλλο, το Δημόσιο εξακολουθεί να χάνει έσοδα της τάξεως των 34 λεπτών. Κι αυτό διότι για κάθε λίτρο αμόλυβδης, το Δημόσιο εισπράττει από την Πρωτοχρονιά ένα ευρώ (περίπου το 67% της τιμής λιανικής), ενώ για κάθε λίτρο πετρελαίου κίνησης εισπράττει 66 λεπτά του ευρώ ή το 53% της τιμής λιανικής. Όπως εξ’ άλλου αναφέρει σε ρεπορτάζ της η εφημερίδα Καθημερινή (7/1) «και το 2016 κλείνει χωρίς να επιτυγχάνονται οι εισπρακτικοί στόχοι που είχε θέσει το υπουργείο Οικονομικών για τα καύσιμα, παρά το γεγονός ότι από τον περασμένο Ιούνιο υπήρξε διπλή φορολογική επίπτωση: και αύξηση του ΦΠΑ από το 23% στο 24% και κατάργηση του ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ σε πολλά νησιά, με αποτέλεσμα ο συντελεστής να διαμορφωθεί από το 19% στο 24%.»  

Ετσι, σύμφωνα με τους στόχους του Υπουργείου Οικονομικών προκύπτει ότι:

(α)   Από τον ΦΠΑ τον πετρελαιοειδών, η Κυβέρνηση είχε προϋπολογίσει να εισπράξει 1,747 δισ. ευρώ μέσα στο 2016. Μέχρι και τον Νοέμβριο είχαν συγκεντρωθεί μόλις 1,435 δισ. ευρώ, ενώ ήδη ο ετήσιος στόχος έχει αναθεωρηθεί προς τα κάτω για φέτος στα 1,594 δισ. ευρώ.

(β)   Από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης στα ενεργειακά προϊόντα, ο στόχος είχε οριστεί στην είσπραξη 4,124 δισ. ευρώ. Στο 11μηνο καταγραφόταν απόκλιση της τάξεως των 35 εκατ. ευρώ, ενώ για να κλείσει η χρονιά εντός προβλέψεων θα πρέπει μέσα για τον Δεκέμβριο να εισπραχθούν από τους ειδικούς φόρους 493 εκατ. ευρώ.

Όπως παρατηρούν παράγοντες της αγοράς πετρελαιοειδών το 2016 , συγκριτικά με το 2015, θα κλείσει με νέα μείωση εσόδων από τους φόρους καυσίμων και έτσι οι στόχοι της σημερινής κυβέρνησης όσον αφορά τα έσοδα από τα καύσιμα πέφτουν έξω για 2η διαδοχική χρονιά.

Ενώ η Κυβέρνηση, στο πλαίσιο του προϋπολογισμού του 2017, έχει θέσει εξαιρετικά φιλόδοξους στόχους για είσπραξη 4.51 δις ευρώ (+ 386 εκατ. σε σύγκριση με το 2016) από τον ΕΦΚ και 1.88 δις από τον ΦΠΑ (+ 285 εκ. ευρώ), δηλαδή σύνολο 6.39 δις ευρώ, παράγοντες της αγοράς στους οποίους απευθύνθηκε το energia. gr, εκφράζουν σοβαρές επιφυλάξεις καθ’ότι όπως παρατηρούν η Κυβέρνηση με τις τελευταίες αυξήσεις «διάβηκε τον Ρουβίκωνα», υπό την έννοια ότι από ένα σημείο και πάνω η επιβολή επιπλέον φορολόγησης όχι μόνο δεν αποδίδει αλλά και έχει τελείως αρνητικές επιπτώσεις. Αφού δρα σαν αντικίνητρο για κατανάλωση και μεγάλο κίνητρο για λαθρεμπορία και νοθεία. Υπάρχει όμως ένας ακόμη μεγάλος κίνδυνος, μας πληροφορούν οι άνω παράγοντες. «Μέχρι τώρα οι τιμές του πετρελαίου κινούταν σε λογικά επίπεδα προστατευμένες από τις χαμηλές διεθνείς τιμές και από ένα σχετικά ισχυρό ευρώ. Τώρα όλα αλλάζουν με τις διεθνείς τιμές σε ανοδική πορεία από τον περασμένο Δεκέμβριο και ένα πανίσχυρο δολάριο. Έτσι είναι εξαιρετικά πιθανό μέχρι το καλοκαίρι να δούμε ανατιμήσεις της τάξης του 15-20% στις διεθνείς τιμές, που σημαίνει ότι η μέση τιμή της αμόλυβδης μπορεί να φτάσει ακόμα και στα 1.80 ευρώ το λίτρο, και αντίστοιχα και για τις άλλες κατηγορίες, πράγμα που θα έχει τεράστια επίπτωση στην κατανάλωση αλλά και στην ανάπτυξη.» Έτσι συμπεραίνεται ότι η Κυβέρνηση επέλεξε την χειρότερη δυνατή στιγμή ν’ αυξήσει την φορολογία υποσκάπτοντας σε μεγάλο βαθμό τις όποιες προσδοκίες οικονομικής ανάκαμψης και καθιστώντας την Ελλάδα μία από τις ακριβότερες χώρες παγκοσμίως στις τιμές των καυσίμων.