Τελικά πού οδηγούνται οι τιμές του αργού στην διεθνή πετρελαιαγορά; Εάν εξετάσουμε την πολύ πρόσφατη πορεία των τιμών των δύο βασικών ποικιλιών, δηλαδή του Brent και του WTI, που διαπραγματεύονται καθημερινά στο ICE του Λονδίνου και στο NYMEX της Νέας Υόρκης αντίστοιχα, θα διαπιστώσουμε ότι έχει επέλθει μια βασική αλλαγή ως προς το ύψος του επιπέδου των τιμών, δηλαδή από το εύρος των $44-$46 που ήταν το β’ Δεκαπενθήμερο του Νοεμβρίου στο σημερινό, των τελευταίων ημερών, στα $54-$56 ανά βαρέλι

Τελικά πού οδηγούνται οι τιμές του αργού στην διεθνή πετρελαιαγορά; Εάν εξετάσουμε την πολύ πρόσφατη πορεία των τιμών των δύο βασικών ποικιλιών, δηλαδή του Brent και του WTI, που διαπραγματεύονται καθημερινά στο ICE του Λονδίνου και στο NYMEX της Νέας Υόρκης αντίστοιχα, θα διαπιστώσουμε ότι έχει επέλθει μια βασική αλλαγή ως προς το ύψος του επιπέδου των τιμών, δηλαδή από το εύρος των $44-$46 που ήταν το β’ Δεκαπενθήμερο του Νοεμβρίου στο σημερινό, των τελευταίων ημερών, στα $54-$56 ανά βαρέλι. Με την ανοδική αυτή μετατόπιση να οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στις αποφάσεις που έλαβε τόσο ο Οργανισμός Πετρελαιοεξαγωγικών Κρατών (OPEC) στις 30 Νοεμβρίου 2016 όσο και οι εκτός ΟΡΕ C χώρες (βλέπε λ.χ. Ρωσία, Μεξικό, Καζακστάν) στην συνάντησή τους στις 10/12/2016, για μια συνολική μείωση της παραγωγής κατά 1.8 εκ. βαρέλια, σε μια παγκόσμια ζήτηση που το τέταρτο τρίμηνο του 2016 ήτο 97.6 εκ. βαρέλια την ημέρα. Ως γνωστό οι ανωτέρω αποφάσεις ελήφθησαν υπό την πίεση των αρνητικών συνεπειών στις οικονομίες των μεγάλων πετρελαιοεξαγωγικών χωρών τα τελευταία 2 ½ χρόνια, με την Σαουδική Αραβία και τη Ρωσία να πρωτοστατούν στις μέχρι πρόσφατα ακολουθούμενες πρακτικές, δηλαδή της άνευ ορίων παραγωγής από κάθε χώρα.

Ως γνωστό, οι συμφωνηθείσες περικοπές πρόκειται να πραγματοποιηθούν σε ορίζοντα εξαμήνου, αρχής γενομένης από 1/1/2017 και χωρίς μέχρι στιγμής να έχει υπάρξει μια ανεξάρτητη γνωμοδότηση, (δηλ. εκτός του OPEC) ως προς την επιτευχθείσα μείωση. Μία μείωση που αποβλέπει ωστόσο στην σταδιακή εξάλειψη του βουνού πετρελαίου ( oil glut) που έχει δημιουργηθεί παγκοσμίως, με τα αποθέματα ( oil stocks) να έχουν φθάσει στο ιστορικό ανώτατο όριο των 3,110 εκ. βαρελιών για τις χώρες του ΟΟΣΑ. Μέχρι στιγμής η διεθνής αγορά πετρελαίου έχει αντιδράσει με αισιοδοξία αποβλέποντας στην μείωση των αποθεμάτων που λογικά θα οδηγήσουν μεσοπρόθεσμα στην αύξηση της ζήτησης και συνακόλουθα σε υψηλότερες τιμές. Ελλείψει διασταυρούμενων στοιχείων για την μείωση της παραγωγής, (βλέπε συμφωνία της 10/12/2016, μεταξύ παραγωγών OPEC και εκτός OPEC), η αγορά σήμερα κινείται βάση υποσχέσεων και προσδοκιών για αυτό και οι τιμές του αργού δεν έχουν αυξηθεί περαιτέρω όπως θα ανέμενε κάποιος από μια τόσο σημαντική επιχειρούμενη μείωση της παραγωγής.


Η τιμή του Brent τους τελευταίους 12 μήνες (πηγή: Financial Times)

Υπάρχουν όμως δύο άλλοι σοβαροί λόγοι οι οποίοι επιδρούν αρνητικά στην ανοδική τάση των τιμών του αργού κατά τις τελευταίες εβδομάδες. Ο πρώτος έχει να κάνει με την ισχυροποίηση του Αμερικανικού δολαρίου έναντι σχεδόν όλων των άλλων διεθνών νομισμάτων, και κυρίως του Ευρώ, τους τελευταίους 12 μήνες. (αν και τις τελευταίες εβδομάδες από την εκλογή Trump και μετά παρατηρείται μια μείωση). Με μια αναλογία σχεδόν ένα προς ένα ( από το $1.25 του ευρώ πριν δύο χρόνια) το ακριβότερο δολάριο οδηγεί τις τιμές του αργού προς τα κάτω, αφού όλες οι συναλλαγές γύρω από το πετρέλαιο γίνονται σε δολάρια με τους παραγωγούς να ενισχύουν τα αποθεματικά τους και την αγοραστική τους δύναμη.

Ο δεύτερος και πλέον σημαντικός κατά την άποψή μας λόγος έχει να κάνει με την επανάκαμψη της Αμερικανικής παραγωγής shale oil (αποδίδεται στα Ελληνικά ως πετρέλαιο προερχόμενο από σχιστολιθικά πετρώματα) η οποία τα τελευταία δύο χρόνια είχε υποχωρήσει εντυπωσιακά λόγω της κατάρρευσης των τιμών του αργού, σε σημείο που για τους χιλιάδες μικροπαραγωγούς οι οποίοι δραστηριοποιούνται στο Τέξας, Νεβάδα, Ντακότα και Πενσιλβάνια (βλέπε γνωστό Permian Basin ), να μην συμφέρει η συνέχιση της παραγωγής. Παράλληλα όμως σταμάτησαν στις περισσότερες πετρελαιοπιθανές τοποθεσίες οι έρευνες για την ανακάλυψη και εκμετάλλευση νέων κοιτασμάτων. Βάσει των τελευταίων στοιχείων του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ) η παραγωγή shale oil ήδη ανακάμπτει, μετά την απόφαση αύξησης των τιμών του αργού, εκτιμάται ότι μέχρι τα τέλη του 2017 αυτή θα έχει αυξηθεί κατά 500.000 βαρέλια/ημέρα φέρνοντας την συνολική παραγωγή shale oil στα 4.8 εκ. βαρέλια/ημέρα τον Δεκέμβριο του 2016 και οδηγώντας την συνολική αμερικανική παραγωγή, που το 2016 ανερχόταν στα 13.47 εκ. βαρέλια/ημέρα, σε νέα ύψη. Αυτό σημαίνει περαιτέρω μείωση των εισαγωγών αργού στις ΗΠΑ που στις 13 Ιανουαρίου 2017 έφθαναν σχεδόν τα 5.3 εκ. βαρέλια/ημέρα. Έτσι ο προβληματισμός που επικρατεί σήμερα στην αγορά είναι μήπως οι προεξοφλούμενες μειώσεις της παραγωγής από OPEC και εκτός OPEC τελικά, ισοσκελισθούν από την αύξηση της παραγωγής shale oil στις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα την διατήρηση των παρατηρούμενων σήμερα υψηλών αποθεμάτων.

Τελειώνουμε αυτή την σύντομη ανάλυση για την πορεία των διεθνών τιμών αργού με το ερώτημα που είμεθα βέβαιοι ότι απασχολεί μεγάλη μερίδα των αναγνωστών μας και συνοψίζεται στο γιατί πρέπει να απασχολεί εμάς σήμερα στην Ελλάδα, της μόνιμης οικονομικής κρίσης και εσωστρέφειας, για το που πάνε οι διεθνείς τιμές. Η απάντηση είναι αμφίσημη αφού με την ακολουθούμενη σήμερα αδιέξοδη οικονομική πολιτική μια μικρή σχετικά αύξηση ή μείωση των διεθνών τιμών μικρή μόνο επίδραση μπορεί να έχει στις τιμές στην αντλία και στην τσέπη των καταναλωτών. Όπως εξηγούσαμε σε πρόσφατο άρθρο μας (βλέπε Στρατηγικό Λάθος της Κυβέρνησης η Νέα Αύξηση στη Φορολογία Καυσίμων, 11/1) μόνο το 30% της τελικής τιμής αντιστοιχεί στο κόστος της προμήθειας αργού πετρελαίου αφού όλο το υπόλοιπο αποτελείται από ανελαστικούς φόρους. Το οποίο μεθερμηνευόμενο οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η κατά 10% ή και 20% αύξηση των διεθνών τιμών είναι ζήτημα εάν επηρεάζει στην τελική τιμή στην αντλία κατά μερικά λεπτά.

Από την άλλη πλευρά όμως η Ελλάδα ως παραδοσιακά πετρελαιοεισαγωγική χώρα πληρώνει ένα σοβαρό ποσό κάθε χρόνο για καθαρές εισαγωγές αργού (που ευτυχώς διυλίζει εγχώρια και εξάγει μάλιστα μεγάλο μέρος της παραγωγής των δύο διυλιστηριακών της συγκροτημάτων, ΕΛΠΕ και Motor Oil) που σύμφωνα με τελευταίες εκτιμήσεις έφθασε πέρυσι κοντά στα €5.0 δισεκατομμύρια ή 3.0% του ΑΕΠ, μειωμένο όμως κατά 50% σε σύγκριση με το 2012 λόγω χαμηλότερων διεθνών τιμών αλλά και φθίνουσας κατανάλωσης. Σε κάθε περίπτωση είναι μεγάλο νούμερο για την συρρικνούμενη οικονομία της χώρας που επηρεάζει αρνητικά το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, ο έλεγχος του οποίου όμως θεωρείται κλειδί για την προσδοκώμενη οικονομική ανάκαμψη.