Οι τομείς της βιομηχανίας, των μεταφορών και των κτιρίων
είναι οι μεγαλύτεροι ενεργειακοί καταναλωτές και ρυπαντές στην ΝΑ Ευρώπη
εξαιτίας αρκετών παραγόντων, όπως είναι η ύπαρξη παλαιών κτιρίων και η έλλειψη
χρηματοδότησης για βελτιώσεις. Αυτό τόνισε, μεταξύ άλλων, ο κ.
Κωνσταντίνος Θεοφύλακτος, πρόεδρος του
ΕΣΣΗΘ και πρόεδρος της Επιτροπής Ενεργειακής Αποδοτικότητας του ΙΕΝΕ, από το βήμα
του εφετινού, «10th SE Europe Energy Dialogue», του Ινστιτούτου στο Βελιγράδι (13-14 Ιουνίου).
Μιλώντας κατά την τέταρτη συνεδρία του 10
th
SEEED, η οποία ήταν αφιερωμένη
στα σημαντικά ζητήματα που αντιμετωπίζει η ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών
Ενέργειας της ενεργειακής αποδοτικότητας στην περιοχή της ΝΑ Ευρώπης, ο κ. Θεοφύλακτος
επισήμανε ότι οι ΑΠΕ διασφαλίζουν ολοένα και περισσότερο την θέση τους στο
ενεργειακό μίγμα της ΝΑ Ευρώπης, κάνοντας αναφορά στην εγκατεστημένη ισχύ ΑΠΕ
των χωρών της περιοχής, με το μεγαλύτερο μέρος (81%) να καλύπτεται από τα
υδροηλεκτρικά και το υπόλοιπο από αιολικά (10%) και φωτοβολταϊκά (9%). Τόνισε
ότι
Παράλληλα, υπογράμμισε τον σημαντικό ρόλο της Οδηγίας
Ενεργειακής Αποδοτικότητας, αλλά και της πολιτικής για θέρμανση/ψύξη, όπως και
την σπουδαιότητα διεθνών χρηματοδοτήσεων για έργα ενεργειακής αποδοτικότητας
και ΑΠΕ κυρίως στις χώρες των Βαλκανίων μέσω της Παγκόσμιας Τράπεζας και της
Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (
EIB),
μεταξύ άλλων.
Όσον αφορά την συμπαραγωγή στην ΝΑ Ευρώπη, αυτή παίζει
σημαντικό ρόλο κυρίως στην βιομηχανία και στην τηλεθέρμανση στην Βουλγαρία,
Ρουμανία, Τουρκία και Σλοβενία. Σε άλλες χώρες, όπως Ελλάδα και Κροατία, η
συμπαραγωγή «αγωνίζεται» να ενταχθεί στο ενεργειακό μίγμα.
Κλείνοντας, τόνισε τα
εμπόδια που εμφανίζονται στην περιοχή για την ανάπτυξη της συμπαραγωγής,
συνοψίζοντάς τα ως εξής: μεγάλη περίοδος αδειοδότησης για την κατασκευή,
λειτουργία και σύνδεση στο δίκτυο, γραφειοκρατία, ασταθές νομικό πλαίσιο και άγνωστη
τεχνολογία ενεργειακής αποδοτικότητας στον κόσμο της μηχανικής. Η πλήρης
εφαρμογή της Οδηγίας Ενεργειακής Αποδοτικότητας αναμένεται να παίξει σημαντικό
ρόλο για την ανάπτυξη της συμπαραγωγής και της τηλεθέρμανσης στην περιοχή.
O
επόμενος ομιλητής της συνεδρίας, την οποία συντόνισε η καθηγήτρια
κ.
Vesna
Borozan
(Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών
και Πληροφοριακών Τεχνολογιών του Πανεπιστημίου «Κύριλλος και Μεθόδιος», ΠΓΔΜ),
ήταν ο κ.
Yurdakul
Yigitguden, ανεξάρτητος ενεργειακός σύμβουλος και πρώην
συντονιστής οικονομικών και περιβαλλοντικών δραστηριοτήτων του ΟΟΣΑ. Ο κ. Yigitguden
τόνισε ότι υπάρχει μέχρι και 50% δυνατότητα εξοικονόμησης ενέργειας στα
υπάρχοντα κτίρια στην Τουρκία, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι η στρατηγική
ενεργειακής αποδοτικότητας της χώρας στοχεύει στην μετατροπή του 25% των
κτιρίων σε «βιώσιμα» κτίρια μέχρι το 2023. Ανέφερε ότι τα κύρια εμπόδια στον
τομέα των κτιρίων είναι η έλλειψη κινήτρων και οι καθυστερήσεις στην λήψη
εμπορικών και ημι-εμπορικών χρηματοδοτικών προγραμμάτων, ενώ υπάρχει το
παράδειγμα της συνεργασίας Şekerbank-IZODER για την ανακατασκευή των κτιρίων
στην Τουρκία, που είχε θετική έκβαση και θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως καλή
πρακτική. Επίσης, επεσήμανε ότι η εξοικονόμηση ενέργειας στον τομέα των κτιρίων
με την λήψη κυβερνητικών κινήτρων θα μπορούσε να φτάσει τα €21 δις το 2023.
Ο κ.
Aleksandar
Macura, πρόεδρος του σερβικού RES Foundation, επικεντρώθηκε στην υψηλή
εξάρτηση των χωρών της ΝΑ Ευρώπης σε ενεργειακές εισαγωγές, αλλά και στην
ένταση ενέργειας και ρύπων αυτών. Η κ.
Maja
Turkovic, ιδρύτρια της σερβικής Ένωσης για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, αναφέρθηκε
στην ομιλία της στο μέλλον των αγορών των ΑΠΕ στην ΝΑ Ευρώπη, προτείνοντας,
παράλληλα, ένα νέο σχήμα για την υποστήριξη της διάδοσής τους.
Από την
πλευρά της, η κ.
Antonela Solujić, επικεφαλής
του τμήματος ενεργειακής αποδοτικότητας του υπουργείου ενέργειας της Σερβίας,
τόνισε ότι η ενεργειακή αποδοτικότητα είναι ένα σημαντικό στοιχείο ενεργειακής
πολιτικής της χώρας με την ύπαρξη κατάλληλου νομοθετικού πλαισίου. Σύμφωνα
μάλιστα με το εθνικό πλάνο δράσης για την ενεργειακή αποδοτικότητα 2016-2018, ο
στόχος για την συγκεκριμένη περίοδο είναι εξοικονόμηση ενέργειας της τάξεως του
4.6% ή 0.38
Mtoe σε σύγκριση με το 2008. Ο στόχος ανά τομέα για το 2018 είναι το
58% της εξοικονόμησης ενέργειας να προέρχεται από τα νοικοκυριά, το 16% από την
βιομηχανία και το 26% από τον τομέα των μεταφορών σε ένα σύνολο 0.75
Mtoe
ή 9%, όντας το 2015 στο 4.3% (0.37
Mtoe).
Τέλος, ο κ.
Νικόλαος
Σοφιανός, επικεφαλής του τμήματος ερευνών του ΙΕΝΕ, διέκρινε πρώτα την
περιοχή της ΝΑ Ευρώπης σε 6 χώρες που είναι μέλη της ΕΕ (Ελλάδα, Ρουμανία,
Κύπρος, Βουλγαρία, Κροατία και Σλοβενία), σε 6 χώρες που είναι μέλη του
Energy
Community
(Σερβία,
Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Αλβανία, Μαυροβούνιο, Κόσσοβο και ΠΓΔΜ) και στην Τουρκία,
που είναι η μεγαλύτερη χώρα σε οικονομικούς και ενεργειακούς όρους στην
περιοχή. Στην συνέχεια επικεντρώθηκε στην πορεία ανάπτυξης των ΑΠΕ σε
επιλεγμένες χώρες της περιοχής (Αλβανία, Βουλγαρία, Κροατία, Ελλάδα, Ρουμανία,
Σερβία και Τουρκία) από το 2005 μέχρι το 2015, με μικρούς ρυθμούς ανάπτυξης
κυρίως στην Αλβανία, την Κροατία και την Σερβία. Ο κ. Σοφιανός εστίασε
επιγραμματικά στο νομικό και αναπτυξιακό πλαίσιο των ΑΠΕ της κάθε μίας χώρας
ξεχωριστά, δίνοντας έτσι μια απαραίτητη και ταυτόχρονα σημαντική εικόνα της
τρέχουσας κατάστασης που επικρατεί. Κλείνοντας, ανέφερε ότι το μέσο μερίδιο των
ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας αναμένεται να αυξηθεί σταδιακά μέχρι
το 2050, φθάνοντας σχεδόν το 30% και αποδεικνύοντας την ανοδική τάση της
διείσδυσης των ΑΠΕ στην περιοχή της ΝΑ Ευρώπης.
Αξίζει να σημειωθεί
ότι όλες οι προβλέψεις που παρουσιάστηκαν από τον κ. Σοφιανό περιλαμβάνονται
στο «SE Europe Energy Outlook 2016/2017» του ΙΕΝΕ και πραγματοποιήθηκαν στο
πλαίσιο συνεργασίας του Ινστιτούτου με το E3M-Lab του Εθνικού Μετσόβιου
Πολυτεχνείου (ΕΜΠ) το οποίο έχει μακροχρόνια εμπειρία στην ενεργειακή μοντελοποίηση
υπό την επίβλεψη του καθηγητή κ. Παντελή Κάπρου, ο οποίος είναι επίσης πρόεδρος
του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΙΕΝΕ. Πιο συγκεκριμένα, με βάση τη νέα μελέτη
του ΙΕΝΕ «SE Europe Energy Outlook 2016/2017», που πρόσφατα κυκλοφόρησε,
διατυπώθηκαν μελλοντικές προβλέψεις μέχρι το 2050 ανά πενταετία για κάθε χώρα
της ΝΑ Ευρώπης ξεχωριστά με εφαρμογή του μοντέλου PRIMES.
Επίσης, υπήρξε αναφορά στις προβλέψεις ενεργειακών
επενδύσεων στην ΝΑ Ευρώπη ανά τομέα ενέργειας μέχρι το 2025, υπολογίζοντας το
σύνολο αυτών σε €273 δις για το σενάριο Α (υποθέτοντας ρυθμό οικονομικής
ανάπτυξης 1%) και σε €333 δις για το σενάριο Β (υποθέτοντας ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης 3%). Οι τομείς του ηλεκτρισμού (μέχρι €145
δις) και των ΑΠΕ (μέχρι €49 δις) αποτελούν το κύριο μέρος των επενδύσεων στην
ενεργειακή αγορά της περιοχής έως το 2025.