Το αγκυροβόλιο του λιμένα Λεμεσού αποτελεί την κύρια αιτία
δημιουργίας της ρύπανσης που παρατηρείται στη θαλάσσια περιοχή της
Λεμεσού, δήλωσε στο ΚΥΠΕ ο επικεφαλής της ομάδας του ΤΕΠΑΚ που είχε
εκπονήσει τη μελέτη για τα αίτια της ρύπανσης της θάλασσας του Κόλπου
της Λεμεσού, καθηγητής του Τμήματος Επιστήμης και Τεχνολογίας
Περιβάλλοντος Κώστας Κώστα.
Ο κ. Κώστα είπε ότι ο νυν Δήμαρχος Λεμεσού Νίκος Νικολαΐδης του είχε
ζητήσει να τον ενημερώσει για τα ευρήματα της μελέτης εξ ου και στις 6
Μαρτίου 2017 του απέστειλε σχετική επιστολή με τα κύρια συμπεράσματα της
μελέτης και τα μέτρα που προτείνονταν για την αντιμετώπιση της
κατάστασης. Μέτρα τα οποία δεν εφαρμόστηκαν, όπως σημειώνει ο ίδιος.
Με βάση τα αποτελέσματα των χημικών, φυσικοχημικών και
μικροβιολογικών αναλύσεων που έχουν πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της
μελέτης, η κυριότερη πηγή εκπομπής ρυπογόνων ουσιών στη θαλάσσια περιοχή
μελέτης είναι η ράδα (αγκυροβόλιο) του Λιμένα Λεμεσού. Σημειώνεται ότι
τα πλοία που είναι προσωρινά σταθμευμένα στο αγκυροβόλιο του λιμένα
Λεμεσού φαίνεται να είναι μια σημαντική πηγή απόρριψης οργανικών ρύπων
(αστικού τύπου λύματα) στην περιοχή μελέτης.
Σύμφωνα με τα κύρια συμπεράσματα της μελέτης, σε μικρότερο βαθμό στο
πρόβλημα φαίνεται να συνεισφέρουν οι ιχθυοκαλλιέργειες που βρίσκονται
νότια του Λιμένα Λεμεσού. Παρόλα αυτά, οι ιχθυοκαλλιέργειες συνεισφέρουν
μόνο στην παρουσία συγκεκριμένων οργανικών ουσιών (λίπη και έλαια) στην
περιοχή μελέτης, που θεωρείται δευτερεύουσας σημασίας σε σχέση με το
όλο πρόβλημα, προστίθεται. Αναφέρεται επίσης ότι σε πολύ μικρότερο βαθμό
φαίνεται να συνεισφέρουν ο λιμένας και η μαρίνα Λεμεσού. Ο κύριος λόγος
για τον οποίο η εν λόγω πηγή συνεισφέρει σε πολύ μικρότερο βαθμό σε
σχέση με το αγκυροβόλιο είναι γιατί τόσο το λιμάνι όσο και η μαρίνα
Λεμεσού είναι ημίκλειστου τύπου.
Σύμφωνα με το σημείωμα του κ. Κώστα προς το Δήμαρχο Λεμεσού, ο
Ζωολογικός Κήπος του Δήμου Λεμεσού, οι ξενοδοχειακές μονάδες πλησίον της
περιοχής μελέτης και οι Αγωγοί όμβριων υδάτων έχουν αποκλειστεί ως
πιθανές πηγές ρύπανσης. Οι μετρήσεις που έχουν γίνει δεν έδωσαν
οποιαδήποτε ένδειξη η οποία να συνδέεται με την παρουσία του Ζωολογικού
Κήπου στην περιοχή, ενώ οι υψηλότερες τιμές οργανικών ρύπων και
μικροβιολογικού φορτίου παρατηρήθηκαν δυτικά παρά ανατολικά της περιοχής
μελέτης, όπου βρίσκονται και τα περισσότερα ξενοδοχεία. Σύμφωνα με τη
μελέτη, τα εντονότερα επεισόδια ρύπανσης της περιοχής μελέτης
παρατηρήθηκαν σε περιόδους ανομβρίας και ως εκ τούτου η συνεισφορά των
αγωγών όμβριων υδάτων δεν μπορεί να θεωρηθεί σημαντική.
Ο κ. Κώστα στην επιστολή του προς το Δήμαρχο Λεμεσού τον ενημερώνει
ότι σε συνέχεια της μελέτης πραγματοποιήθηκαν διάφορες συσκέψεις, τόσο
στο Δήμο Λεμεσού όσο και στο Υπουργείο Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων
(υπό το συντονισμό του ΓΔ του υπουργείου), όπου συζητήθηκαν τα
αποτελέσματα της εν λόγω μελέτης καθώς και πιθανοί τρόποι για την
επίλυση του προβλήματος και στις οποίες εκπροσωπήθηκαν όλοι οι
εμπλεκόμενοι φορείς.
Παραθέτοντας του τα κυριότερα συμπεράσματα που προέκυψαν από τις
ανωτέρω συσκέψεις, ο κ. Κώστα σημειώνει ότι κανένας από τους εκπροσώπους
των εμπλεκόμενων/αρμόδιων αρχών δεν αμφισβήτησε τα πορίσματα της
μελέτης που εκπονήθηκε από το ΤΕΠΑΚ, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των
παρευρισκόμενων συμφώνησε ότι το αγκυροβόλιο του λιμένα Λεμεσού φαίνεται
να είναι η κύρια αιτία δημιουργίας της ρύπανσης που παρατηρείται στη
θαλάσσια περιοχή της Λεμεσού.
Κατά τις συσκέψεις, διαπιστώθηκε ότι η Αρχή Λιμένων Κύπρου (ΑΛΚ) δεν
διαθέτει κατάλληλη υποδομή για την παραλαβή και προεπεξεργασία των
λυμάτων από τα πλοία που είναι εντός του λιμένα Λεμεσού ή βρίσκονται
αγκυροβολημένα εκτός αυτού ενώ δεν υπάρχει αδειοδοτημένη εταιρεία και
ούτε κατάλληλος μηχανισμός για τη συλλογή των λυμάτων από τα πλοία που
είναι αγκυροβολημένα έξω από το λιμάνι Λεμεσού.
Όπως αναφέρεται στο σημείωμα προς τον Δήμαρχο Λεμεσού, με βάση
μαρτυρίες που υπάρχουν (από λειτουργούς/αξιωματούχους εμπλεκόμενων
φορέων), η εταιρία που είναι αδειοδοτημένη για τη συλλογή του «oil
sludge” από τα πλοία που βρίσκονται στο λιμάνι ή στο αγκυροβόλιο
Λεμεσού, φαίνεται να συλλέγει και λύματα από τα πλοία, χωρίς να είναι
αδειοδοτημένη για κάτι τέτοιο.
Από τη στιγμή που η εν λόγω εταιρία δεν έχει αδειοδοτηθεί για συλλογή
και απόρριψη λυμάτων από πλοία, κανένας δεν μπορεί να γνωρίζει ποιος
είναι ο τελικός προορισμός των λυμάτων που συλλέγονται. Μάλιστα, σύμφωνα
με τις ποιο πάνω μαρτυρίες, φαίνεται να γίνεται (τουλάχιστον σε κάποιες
περιπτώσεις) απόρριψη λυμάτων από την εν λόγω εταιρία στη θάλασσα,
μόλις λίγα μέτρα μακριά από το αγκυροβόλιο, προστίθεται.
Ο κ. Κώστα επισημαίνει επίσης στο σημείωμά του ότι «η οριστική
επίλυση του εν λόγω προβλήματος απαιτεί τη δημιουργία κατάλληλου
μηχανισμού και υποδομής, στο λιμάνι Λεμεσού, για την παραλαβή και
προεπεξεργασία των λυμάτων από πλοία και ακολούθως τη διοχέτευση τους
στο δίκτυο αστικών λυμάτων του Συμβουλίου Αποχετεύσεων
Λεμεσού-Αμαθούντας (ΣΑΛΑ), όπως άλλωστε απαιτεί και η σχετική διεθνής
νομοθεσία».
Για να καταστεί κάτι τέτοιο δυνατό θα πρέπει, προσθέτει, « η υποδομή
που θα δημιουργηθεί να διαθέτει κατάλληλο σύστημα προεπεξεργασίας των
λυμάτων που θα παραλαμβάνονται, έτσι ώστε να απομακρύνονται πιθανές μη
επιτρεπόμενες ουσίες και να μην καταλήγουν στο υφιστάμενο δίκτυο αστικών
λυμάτων, δημιουργώντας σοβαρότατα προβλήματα στις μονάδες επεξεργασίας
λυμάτων του ΣΑΛΑ».
«Μεσοπρόθεσμα και μέχρι τη δημιουργία της κατάλληλης υποδομής στο
λιμάνι Λεμεσού, θα πρέπει να αδειοδοτηθεί κατάλληλη εταιρία για τη
συλλογή των λυμάτων από πλοία και την απόρριψη τους σε ενδεικνυόμενους
χώρους, υιοθετώντας κατάλληλες ασφαλιστικές δικλείδες για τον σκοπό
αυτό», καταλήγει ο καθηγητής του ΤΕΠΑΚ.
Μιλώντας στο ΚΥΠΕ, ο κ. Κώστας είπε ότι τη μελέτη είχε ζητήσει ο τέως
Δήμαρχος Λεμεσού Ανδρέας Χρίστου, ο οποίος ζήτησε να μη δοθεί στη
δημοσιότητα ενώ όποιος ενδιαφερόταν να τη δει θα μπορούσε να αποταθεί
στο Δημαρχείο.
Είπε, επίσης, ότι τα ευρήματα της έρευνας που πραγματοποιήθηκε κατά
την περίοδο Αύγουστος- Δεκέμβριος 2015 ισχύουν και σήμερα αφού το
πρόβλημα που παρουσιάζεται είναι το ίδιο εδώ και αρκετά χρόνια,
προσθέτοντας ότι δεν χρειάζεται να επικαιροποιηθεί η μελέτη αυτή.
Εξέφρασε τέλος την άποψη ότι το πρόβλημα δεν κατέστη δυνατόν να
επιλυθεί μέχρι σήμερα λόγω της έλλειψης συντονισμού που παρατηρείται
ανάμεσα στους αρμόδιους φορείς.
(από www.nomisma.com.cy)