Οι ελληνορωσικές σχέσεις στον τομέα της
ενέργειας έχουν περάσει τα τελευταία χρόνια από μεγάλες διακυμάνσεις και
συνήθως οι μεγάλες επενδυτικές προσδοκίες, που κατά καιρούς
καλλιεργήθηκαν, στην πορεία ως επί το πλείστον διαψεύστηκαν. Όπως
συνέβη, για παράδειγμα, το 2013, όταν ρωσικές ενεργειακές εταιρείες
εμφανίστηκαν να διεκδικούν τη ΔΕΠΑ και άλλα ενεργειακά assets, χωρίς
ωστόσο το ενδιαφέρον να μετουσιωθεί σε πράξεις. Ή το 2015, όταν ο τότε
υπουργός Ενέργειας, Π. Λαφαζάνης, φερόταν να διαπραγματεύεται
προκαταβολή 5 δισ. δολ. για τον αγωγό αερίου Turkish Stream.
Τους τελευταίους μήνες, ωστόσο,
καταγράφεται μια νέα κινητικότητα μεγάλων ρωσικών ενεργειακών εταιρειών,
οι οποίες εμφανίζονται να εντείνουν την παρουσία και τη δραστηριότητά
τους στους κλάδους του φυσικού αερίου, των αγωγών και των καυσίμων. Ο
λόγος για τη μεγαλύτερη εταιρεία φυσικού αερίου της Ρωσίας, Gazprom, την
εταιρεία Centracore, στην οποία συμμετέχει ο ρωσικός πετρελαϊκός
κολοσσός Rosneft, και τη Sintez, έναν ιδιωτικό ενεργειακό όμιλο με
πολυσχιδή δραστηριότητα και ιδιαίτερες σχέσεις με την Κίνα.
Αυτήν τη στιγμή δεν είναι σαφές εάν
πρόκειται για μεμονωμένα επιχειρηματικά σχέδια ή για μια πιο οργανωμένη
προσπάθεια επαναπροσέγγισης της ελληνικής αγοράς. Το βέβαιο είναι ότι η
Ελλάδα αποτελεί μια χώρα-"κλειδί" για την ευρύτερη περιοχή της
Νοτιοανατολικής Ευρώπης και ότι οι όποιες βλέψεις των ρωσικών εταιρειών
περνούν μέσα από το μικροσκόπιο του ευρύτερου πλέγματος των σχέσεων
Ε.Ε.-Ρωσίας, που εμφανίζουν διακυμάνσεις όσο η Μόσχα αποφεύγει να
συμμορφωθεί με τις πάγιες επιλογές της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής
για ελεύθερο ανταγωνισμό, διαφοροποίηση των πηγών και ενεργειακή
ασφάλεια.
Η ενίσχυση της Gazprom
Μια ηχηρή πρόσφατη προσθήκη στην αγορά
των καυσίμων προκάλεσε αίσθηση. Πρόκειται για τη ρωσική
Gazpromneft-Lubricants, που αποτελεί μια από τις πιο νέες εταιρείες του
χώρου των λιπαντικών και η οποία από τον περασμένο Απρίλιο δίνει το
"παρών" και στη χώρα μας. Η θυγατρική της Gazprom Neft, που
δραστηριοποιείται στην παραγωγή και εμπορία λιπαντικών, στην Ελλάδα
ξεκίνησε με αυτόνομη αντιπροσώπευση και στόχο να δημιουργήσει δίκτυο
λιανικής, όπως συμβαίνει και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Ιταλία και
Ουγγαρία).
Πρόκειται για την πρώτη απόπειρα
αυτόνομης δραστηριοποίησης του ρωσικού ενεργειακού κολοσσού στην εγχώρια
αγορά, όπου η Gazprom έχει μακροχρόνια παρουσία ως βασικός προμηθευτής
της ΔΕΠΑ, χωρίς όμως να εμπλέκεται στην απευθείας προμήθεια καταναλωτών.
Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός ότι από πέρυσι το φθινόπωρο η Gazprom
αποφάσισε να εντείνει την παρουσία της στην ελληνική ενεργειακή αγορά.
Έτσι, αυτήν τη στιγμή, μέσω του ελληνορωσικού σχήματος Prometheus Gas,
διαθέτει απευθείας σε πελάτες ποσότητες φυσικού αερίου. Μεταξύ των
αγοραστών περιλαμβάνονται ηλεκτροπαραγωγοί, βιομηχανίες, αλλά και
εταιρείες παροχής αερίου. Αξίζει να αναφερθεί ότι η κίνηση της ρωσικής
εταιρείας μπορεί να εκληφθεί και ως "αμυντική", με δεδομένο ότι υπάρχει
σε εξέλιξη διαδικασία ανοίγματος των διασυνδέσεων φυσικού αερίου, που
αναμένεται να επιτρέψει τη δραστηριοποίηση και άλλων παικτών στην αγορά.
Στο παρελθόν η Gazprom είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον για μια σειρά από
σχέδια αποκρατικοποιήσεων του ενεργειακού τομέα, με αποκορύφωμα τον
διαγωνισμό για την πώληση της ΔΕΠΑ, από τον οποίο τελικά απεσύρθη στη
φάση των δεσμευτικών προσφορών. Επίσης κατά καιρούς εκπρόσωποι της
εταιρείας έχουν δηλώσει ότι ενδιαφέρονται για δραστηριοποίηση στην αγορά
του ηλεκτρισμού, ένα ενδιαφέρον που μέχρι στιγμής δεν έχει μεταφραστεί
σε συγκεκριμένες κινήσεις.
Μέσω Jetοil η Centracore
Η δεύτερη ρωσικών συμφερόντων πρόσφατη
ενεργειακή είσοδος στην ελληνική αγορά αφορά τα καύσιμα, έστω και εάν
όχημα αποτελεί μια εταιρεία με έδρα την Αυστρία. Ο λόγος για τη
Centracore, η οποία έχει υποβάλει σχέδιο διάσωσης που έχει γίνει
αποδεκτό από τις δανείστριες τράπεζες για την εταιρεία Jetoil. Η
Centracore, όπως έχει γίνει γνωστό, ανήκει σε ποσοστό 20% στη ρωσική
Rosneft, ενώ το υπόλοιπο 80% ανήκει στην εταιρεία UFG Europe Holding του
Λουξεμβούργου, στην οποία εμφανίζονται ως δικαιούχοι φυσικά πρόσωπα
ρωσικής υπηκοότητας.
Ως προς τις διαθέσεις και τα σχέδια της
Centracore, απομένει να αποσαφηνιστούν στο επόμενο διάστημα και εφόσον
προχωρήσει το σχέδιο διάσωσης της Jetoil. Στο επίκεντρο του
ενδιαφέροντος, πάντως, φέρεται να βρίσκονται οι αποθηκευτικοί χώροι στο
Καλοχώρι Θεσσαλονίκης, που αποτελούν το πιο πολύτιμο asset της
πτωχευμένης Jetοil. Οι αποθηκευτικές εγκαταστάσεις αποτελούνται από 15
δεξαμενές χωρητικότητας 200.000 κυβικών, που αντιστοιχούν στο 14% της
συνολικής αποθηκευτικής ικανότητας της χώρας για καύσιμα. Η σημασία των
εγκαταστάσεων δεν περιορίζεται μόνο στην εγχώρια αγορά, αλλά εκτείνεται
στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Προ κρίσης από το Καλοχώρι
διακινούνταν ετησίως έως και 2 εκατ. κυβικά καυσίμων, εκ των οποίων ένα
σημαντικό κομμάτι κατευθυνόταν στις αγορές των Σκοπίων, της Σερβίας και
του Μαυροβουνίου, όπου παραδοσιακά η Jetoil είχε παρουσία. Αυτές ακριβώς
οι σχέσεις αλλά και οι αποθηκευτικοί χώροι εκτιμάται ότι αποτέλεσαν ένα
σημαντικό κίνητρο για το ενδιαφέρον της Centracore για την απόκτηση της
Jetoil.
Sintez: Ένας γνώριμος από τα παλιά
Το 2013, μαζί με την Gazprom, ενδιαφέρον
για την αποκρατικοποίηση του ομίλου ΔΕΠΑ-ΔΕΣΦΑ είχε εκδηλώσει και ο
επίσης ρωσικός όμιλος Sintez του Ρώσου μεγιστάνα Λεονίντ Λεμπέντεφ. Όπως
και η Gazprom, τελικά η Sintez δεν κατέβηκε στον διαγωνισμό, ωστόσο το
τελευταίο διάστημα έχει επανακάμψει και έχει υποβάλει αιτήσεις για δύο
επενδυτικά σχέδια στην Ελλάδα.
Το πρώτο αφορά τη δημιουργία αγωγού
φυσικού αερίου από τη Θεσσαλονίκη προς τα Σκόπια και το δεύτερο αφορά τη
δημιουργία εταιρείας διανομής αερίου για την περιοχή των Σερρών, της
Βέροιας και του Κιλκίς. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το επενδυτικό πλάνο που
έχει παρουσιαστεί, στόχος της Windows International, εταιρείας που
συνδέεται με τα συμφερόντων του Λεμπέντεφ, είναι να τροφοδοτήσει σταθμό
ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο φυσικό αέριο στη γειτονική χώρα. Ταυτόχρονα,
στα σχέδια του ρωσικού σχήματος είναι η τροφοδοσία με φυσικό αέριο των
περιοχών από όπου θα διέρχεται ο αγωγός.
Τα επενδυτικά αυτά σχέδια, βεβαίως,
βρίσκονται σε αρχικό στάδιο και απομένει να διευκρινιστεί από τη
Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας εάν είναι συμβατά με το θεσμικό πλαίσιο και
δεν προσκρούουν σε κανόνες ή απαγορεύσεις που απορρέουν από τους
αυστηρούς ενεργειακούς κανόνες της Ε.Ε. για εταιρείες που προέρχονται
από τρίτες χώρες.
(από www.capital.gr)