Κορυφώνεται η διαμάχη ΔΕΗ και Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ) σε σχέση με το ύψος του ανακτήσιμου ποσού για τις Υπηρεσίες Κοινής Ωφελείας (ΥΚΩ) την περίοδο 2012-2015, αλλά και τον τρόπο ανάκτησής του. Εν τω μεταξύ, ανοικτό παραμένει το θέμα της αύξησης των τιμολογίων από τις αρχές του επόμενου έτους

Κορυφώνεται η διαμάχη ΔΕΗ και Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ) σε σχέση με το ύψος του ανακτήσιμου ποσού για τις Υπηρεσίες Κοινής Ωφελείας (ΥΚΩ) την περίοδο 2012-2015, αλλά και τον τρόπο ανάκτησής του. Εν τω μεταξύ, ανοικτό παραμένει το θέμα της αύξησης των τιμολογίων από τις αρχές του επόμενου έτους.

Η διαμάχη έλαβε χθες ανοικτές διαστάσεις, καθώς πηγές της διοίκησης της ΔΕΗ, με αφορμή τις δηλώσεις του προέδρου της ΡΑΕ Νίκου Μπουλαξή, έκαναν λόγο για «προσωπικές τοποθετήσεις και διαρροές» που «απάδουν προς το επιβαλλόμενο κύρος και την εγκυρότητα μιας ανεξάρτητης αρχής».

Υπενθυμίζεται ότι σε δηλώσεις του στην ΕΡΤ ο πρόεδρος της ΡΑΕ Νίκος Μπουλαξής αναφέρθηκε στην ανάγκη να μην μετακυλίσει στους καταναλωτές το κόστος των ΥΚΩ και να αξιοποιηθούν και άλλες πηγές χρηματοδότησης. Μεταξύ αυτών, όπως υποστήριξε, «η επιστροφή του ειδικού φόρου κατανάλωσης του πετρελαίου που χρησιμοποιείται στα νησιά και η αξιοποίηση των μειώσεων του κόστους παραγωγής που θα έχουν στο μέλλον λόγω των διασυνδέσεων των νησιών». Από την πλευρά της ΡΑΕ, άλλωστε, που συνεδρίασε χθες εκ νέου για το θέμα, σημειώνεται με έμφαση ότι ο πρόεδρος της ΡΑΕ δεν εκφράζει προσωπικές απόψεις αλλά απόψεις της ολομέλειας. Και κατά τη χθεσινή συνεδρίαση πάντως –είχαν προηγηθεί άλλες δύο– δεν υπήρξαν αποφάσεις και το επίμαχο θέμα παραπέμπεται σε νέα συνεδρίαση μέσα στην εβδομάδα.

Σημειώνεται ότι βασικό θέμα που έχει προκαλέσει και την αντίδραση της ΔΕΗ είναι το ύψος του ανακτήσιμου ποσού για τις ΥΚΩ, το οποίο η ΡΑΕ περιορίζει στα 360 εκατ. ευρώ έναντι 735 εκατ. ευρώ που διεκδικεί η ΔΕΗ. H διοίκηση της επιχείρησης φέρεται μάλιστα αποφασισμένη να προσβάλει δικαστικά την πρόταση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, που ουσιαστικά οδηγεί σε περικοπή κατά 51% της διεκδίκησης που έχει η ΔΕΗ.

Για τους πελάτες της ΔΕΗ, πάντως, το κρίσιμο θέμα είναι ο τρόπος ανάκτησης του ποσού, το οποίο με βάση την εισήγηση της ΡΑΕ προτείνεται να καλυφθεί από το ελληνικό Δημόσιο μέσω της επιστροφής στη ΔΕΗ του ειδικού φόρου κατανάλωσης που αυτή έχει καταβάλει για την προμήθεια πετρελαίου προκειμένου να λειτουργήσει τις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που διατηρεί στα μη διασυνδεδεμένα νησιά. Η πρόταση προκρίνεται προκειμένου, σύμφωνα με τη ΡΑΕ, να αποφευχθούν οι υπέρογκες αυξήσεις στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος. Ωστόσο, από ενεργειακές πηγές κρίνεται ως μη ρεαλιστική άμεσα, καθώς προϋποθέτει την έγκριση των θεσμών, αλλά και την εξεύρεση ισοδύναμου μέτρου που θα υποκαταστήσει το κόστος για τον κρατικό προϋπολογισμό.

Πηγές από την πλευρά της ΔΕΗ εξηγούν ότι είναι αυτονόητο η κοινωνική και οικονομική πολιτική να ασκείται από το κράτος, καθώς «δεν είναι νοητό, ιδιαίτερα σε συνθήκες έντονου ανταγωνισμού και με μνημονιακή υποχρέωση τη μείωση του μεριδίου της ΔΕΗ στην αγορά σε επίπεδα κάτω του 50%, να επωμίζεται η επιχείρηση ευθύνες που ανήκουν στην πολιτεία».

Η ΔΕΗ έχει ζητήσει από το 2005 την απαλλαγή της από τον ειδικό φόρο καυσίμου, τον οποίο πληρώνει για το ντίζελ και το μαζούτ των μονάδων παραγωγής των μη διασυνδεδεμένων νησιών, προκειμένου να μην επιβαρύνεται η ίδια και να μειωθούν τα ποσά των ΥΚΩ, αλλά το σχετικό αίτημα, όπως υπογραμμίζει, δεν έγινε δεκτό από την προηγούμενη κυβέρνηση με το αιτιολογικό της αποφυγής λαθρεμπορίου καυσίμων.

Σε ό,τι αφορά το κοινωνικό οικιακό τιμολόγιο, που αποτελεί μέρος των ΥΚΩ, από την πλευρά της ΔΕΗ προτείνεται οι δικαιούχοι καταναλωτές να επιδοτούνται από το κράτος, π.χ. με ειδικά κουπόνια, και να επιλέγουν τον προμηθευτή της αρεσκείας τους. Με το ισχύον σήμερα καθεστώς οι εν λόγω καταναλωτές, όντας μη ελκυστικοί για τους άλλους προμηθευτές, παραμένουν αποκλειστικά στη ΔΕΗ, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται με ποσά της τάξης των 80 εκατ. ευρώ τον χρόνο, ως συνέπεια της υποανάκτησης των ΥΚΩ και της ασυνέπειας μεγάλου μέρους των καταναλωτών αυτών. Επιπλέον, με τον τρόπο αυτόν διαμορφώνεται ένα ακόμη εμπόδιο στο άνοιγμα της αγοράς, καθώς η ενέργεια που καταναλώνεται για κοινωνικό οικιακό τιμολόγιο είναι της τάξης του 5%-6% της συνολικής.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 08/08/2017)