Από την αρχή της ιστορίας, οι άνθρωποι παρήγαν στερεά απόβλητα, τα οποία εναπέθεταν σε αυτοσχέδιες χωματερές που, συχνά, μείωναν τον όγκο τους με την καύση αυτών σε ανοιχτό χώρο. Μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση, κοντά στο τέλος του 18ου αιώνα, η ποσότητα των αγαθών τα οποία χρησιμοποιούνταν από τους ανθρώπους και στη συνέχεια απορρίπτονταν, αυξήθηκε σε τέτοιο βαθμό που πλέον ήταν απαραίτητη για τις πόλεις η δημιουργία χώρων ταφής απορριμμάτων

Από την αρχή της ιστορίας, οι άνθρωποι παρήγαν στερεά απόβλητα, τα οποία εναπέθεταν σε αυτοσχέδιες χωματερές που, συχνά, μείωναν τον όγκο τους με την καύση αυτών σε ανοιχτό χώρο. Μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση, κοντά στο τέλος του 18ου αιώνα, η ποσότητα των αγαθών τα οποία χρησιμοποιούνταν από τους ανθρώπους και στη συνέχεια απορρίπτονταν, αυξήθηκε σε τέτοιο βαθμό που πλέον ήταν απαραίτητη για τις πόλεις η δημιουργία χώρων ταφής απορριμμάτων καθώς και αποτεφρωτήρων για την εναπόθεση και αντίστοιχα καύση των αποβλήτων. Η διαχείριση των αστικών στερεών αποβλήτων (ΑΣΑ) έγινε προβληματική από τα μέσα του 20ού αιώνα, οπότε και η κατανάλωση των αγαθών αυξήθηκε πολλαπλά. Οι συνέπειες στο περιβάλλον, στη δημόσια υγεία και στις κοινωνίες είναι αισθητές καθημερινά, ιδιαίτερα στις χώρες που δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα (ανοιχτές χωματερές, υπερκορεσμένα ΧΥΤΑ). Ως αποτέλεσμα, σήμερα, διεθνείς οργανισμοί, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, τα Ηνωμένα Έθνη, ο Διεθνής Οργανισμός Διαχείρισης Απορριμμάτων (ISWA), Ellen Mac Arthur Foundation, κ.ά., έχουν θέσει ως προτεραιότητα την εφαρμογή μέτρων και νομοθετικών πλαισίων για την ανάπτυξη της κυκλικής οικονομίας στις κοινωνίες.

Η κυκλική οικονομία έχει στόχο τη μείωση της χρήσης υλικών στην παραγωγή προϊόντων, τη μείωση της κατανάλωσης και στη συνέχεια κλείνοντας τον κύκλο, την αειφόρο διαχείριση των αποβλήτων που παράγονται. Η μείωση των υλικών στην παραγωγή μπορεί να επιτευχθεί με την ανάπτυξη «έξυπνων» βιομηχανικών διεργασιών, ενώ η μείωση στην κατανάλωση απαιτεί αλλαγή καταναλωτικής κουλτούρας. Η ασφαλής διαχείριση απορριμμάτων προϋποθέτει ολοκληρωμένα συστήματα με άξονα τη δημόσια υγεία, το περιβάλλον, και την αισθητική των πόλεων. Με βάση την ιεραρχία για τη μετάβαση στη νέα αυτή εποχή, τα ολοκληρωμένα συστήματα διαχείρισης ΑΣΑ έχουν στόχο τη μέγιστη δυνατή επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση των πολύτιμων υλικών και την ανάκτηση ενέργειας από τα υλικά που δεν ανακυκλώνονται.

Πιο συγκεκριμένα, όπως αναλύθηκε στα πρώτα δύο άρθρα της σειράς αυτής, από τον συγγραφέα και τον ερευνητικό συνεργάτη του Κέντρου Περιβαλλοντικής Μηχανικής του Πανεπιστημίου Columbia (EEC-Columbia) κ. Βάιο Τριανταφύλλου, στις 23 Ιουλίου, και από τον κ. Ν. Θέμελη, στις 20 Αυγούστου 2017, η ανακύκλωση και η επαναχρησιμοποίηση των προϊόντων δεν είναι ικανές για όλα τα υλικά. Συνεπώς, οι κοινότητες πρέπει να διαχειριστούν το μη ανακυκλώσιμο ΑΣΑ ιδανικά σε εγκαταστάσεις ανάκτησης ενέργειας με θερμική επεξεργασία, waste-to-energy (WTE). Η υγειονομική ταφή (ΧΥΤΑ) δεν θεωρείται αποδοτική τεχνολογία, στο πλαίσιο της αειφόρου διαχείρισης, συγκριτικά με την ενεργειακή αξιοποίηση αποβλήτων, παρ’ όλο που σε κάποιες περιπτώσεις είναι λιγότερο δαπανηρή στην εφαρμογή της. Ένας από τους λόγους είναι ότι τα ΧΥΤΑ απαιτούν πολύ μεγαλύτερη έκταση σε γη (ένα τετραγωνικό μέτρο ανά 10 τόνους ΑΣΑ) και παράλληλα έχουν πολύ μεγαλύτερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την ενεργειακή αξιοποίηση (επιπλέον περίπου έναν τόνο CO2-eq ανά τόνο αποβλήτων εάν τα απόβλητα οδηγηθούν σε ΧΥΤΑ). Στη χώρα μας, χρειάστηκαν 440.000 τετραγωνικά μέτρα γης μόνο για το 2016. Συγκριτικά, ένα εργοστάσιο WTE με χωρητικότητα 1,5 εκατ. τόνων, όπως είναι το μεγαλύτερο εργοστάσιο στον κόσμο στο Άμστερνταμ, θα κατανάλωνε περίπου 110.000 τετραγωνικά μέτρα γης και θα έλυνε το πρόβλημα της διαχείρισης αστικών αποβλήτων για πάντα.

Τα εργοστάσια WTE των αστικών αποβλήτων πληρούν τα αντίστοιχα νομοθετικά πλαίσια για το περιβάλλον, καθώς λειτουργούν με υπερσύγχρονα συστήματα απαερίων σε αντίθεση με την παραδοσιακή «καύση» των αποτεφρωτήρων, που κυμαίνεται από αστικά μέχρι και επικίνδυνα νοσοκομειακά απόβλητα. Γι’ αυτό και είναι η τεχνολογία που χρησιμοποιείται ευρέως στα πετυχημένα παραδείγματα της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης, στην Αμερική και στις τεχνολογικά ανεπτυγμένες χώρες της Ασίας (Ιαπωνία, Κορέα, Σιγκαπούρη και τα τελευταία χρόνια στην Κίνα). Οι WTE εγκαταστάσεις θα πρέπει ιδανικά να χρησιμοποιούν, μετά την παραγωγή ηλεκτρισμού, τον ατμό χαμηλής πίεσης για τηλεθέρμανση/ψύξη ή/και άλλες βιομηχανικές χρήσεις. Πρόσθετη ανάκτηση πόρων επιτυγχάνεται, επίσης, από την ανάκτηση μετάλλων και την παραγωγή ενός δευτερογενούς αδρανούς υλικού κατάλληλου για κατασκευαστικούς σκοπούς από τα υπολείμματα της στάχτης του πυθμένα.

Ορισμένοι πιστεύουν ότι μια νέα μονάδα WTE θα μειώσει το ποσοστό ανακύκλωσης σε μια κοινότητα. Στην πραγματικότητα όμως, συμβαίνει το αντίθετο. Κοινότητες που είναι πρόθυμες να καταβάλλουν προσπάθειες και να δαπανήσουν χρήματα για τη μέγιστη δυνατή ανάκτηση υλικών, υποβάλλουν ένα μεγάλο μέρος των ΑΣΑ που δεν ανακτάται σε θερμική επεξεργασία για την ανάκτηση ενέργειας.

Στην Ελλάδα, από τους περίπου 5,3 εκατ. τόνους ΑΣΑ που παράγονται τον χρόνο, μόνο 800.000 τόνοι, ή 15,3%, ανακυκλώνονται ή κομποστοποιούνται, ενώ 4,4 εκατ. τόνοι, ή 84,7%, οδηγούνται σε ΧΥΤΑ ή σε χώρους ανοιχτής διάθεσης. Για τον λόγο αυτό, η χώρα μας λαμβάνει υψηλές χρηματικές κυρώσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς οι πρακτικές αυτές αντιτίθενται στην ευρωπαϊκή νομοθεσία.

Η παγκόσμια εμπειρία έχει δείξει ότι υπάρχουν δύο τρόποι ώστε μία κοινότητα να αναβαθμίσει τη διαχείριση απορριμμάτων στο πλαίσιο της αειφόρου ανάπτυξης και της κυκλικής οικονομίας. Ο πρώτος τρόπος αφορά τις ανεπτυγμένες σε αυτά τα θέματα χώρες, όπου επενδύεται κόπος και χρήμα προκειμένου να ευαισθητοποιηθεί το κοινό σχετικά με τα προνόμια της αειφόρου διαχείρισης αποβλήτων, όπως επίσης και να ενημερωθεί το κοινό σχετικά με τα υλικά που αξίζει να ανακυκλωθούν, π.χ. μέταλλα, γυαλί, χαρτί. Η προσέγγιση αυτή είναι αρκετά επιτυχής, αλλά απαιτείται αρκετός χρόνος ώστε να επιτευχθούν τα πρώτα αποτελέσματα, καθώς διάφορα κοινωνικοπολιτικά χαρακτηριστικά έχουν σημαντική θέση στην αφομοίωση των εν λόγω συνηθειών. Για παράδειγμα, η Αυστρία, η Γερμανία ή η Ν. Κορέα χρειάστηκαν περίπου 20 χρόνια, προκειμένου να επιφέρει καρπούς αυτή η προσπάθεια.

Ο δεύτερος τρόπος είναι το πρόσφατο παράδειγμα της Κίνας, όπου κατάφερε μέσα σε λιγότερο από 10 χρόνια να ελαττώσει τη χρήση χωματερών για διάθεση ΑΣΑ, μέσω της καύσης για παραγωγή ενέργειας. Ύστερα από περίπου 10 χρόνια βρίσκεται πια σε πολύ καλή θέση να εφαρμόσει τεχνικές ανακύκλωσης και κομποστοποίησης, ώστε να επιτευχθεί ένα ολοκληρωμένο μοντέλο. Η επιτυχία αυτή της Κίνας ήταν κυρίως συνυφασμένη με την πολιτική βούληση να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των χωματερών ριζικά. Η κινεζική κυβέρνηση έδωσε ισχυρά κίνητρα στην κατασκευή μονάδων WTE, συμπεριλαμβάνοντας την εν λόγω τεχνολογία στον νόμο για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Σε αυτό το πλαίσιο, η βιομηχανία WTE επιδοτήθηκε με 30/MWh δολάρια ηλεκτρισμού επιπλέον στην τιμή του δικτύου, εάν η ενέργεια παραγόταν από WTE. Στην Κίνα σήμερα λειτουργούν 230 εργοστάσια με χωρητικότητα 230.000 τόνους την ημέρα. Το 2001 ήταν μόλις 32 εργοστάσια (περίπου 700% αύξηση) με ημερήσια χωρητικότητα περίπου 6.000 τόνους. Συγκριτικά, στις ΗΠΑ υπάρχουν 77 εργοστάσια και στην Ευρώπη περίπου 480, τα πρώτα εκ των οποίων χτίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1960.

Σχετική έρευνα του EEC-Columbia έδειξε ότι το κόστος κατασκευής εργοστασίων παρόμοιας δυναμικής και αξιοπιστίας ήταν δραματικά χαμηλότερη στην Κίνα (300 δολάρια ανά τόνο ΑΣΑ) απ’ ό,τι στην Ευρώπη ή στην Αμερική (800-900 δολάρια ανά τόνο ΑΣΑ). Για την εν λόγω έρευνα λήφθηκαν υπ’ όψιν οικονομικά στοιχεία διαφόρων χωρών, και αν οι κινεζικές τεχνολογίες εφαρμοστούν στην Ευρώπη ή στην Αμερική, το κόστος θα είναι παρόμοιο με το κόστος κατασκευής ενός αναβαθμισμένου ΧΥΤΑ.

Η πρόκληση για την Ελλάδα σχετίζεται με τη μη ύπαρξη αναγκαίων νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων, όπου να ευνοείται η αξιοποίηση των αποβλήτων μέσω καύσης για συμπαραγωγή ηλεκτρισμού, θερμότητας και υλικών. Ωστόσο έχει έρθει η ώρα και για τη χώρα μας να φτιάξει «μία εύγευστη ομελέτα από τα σπασμένα αυγά» της μη ανεπτυγμένης διαχείρισης αποβλήτων. Έχει έρθει η ώρα για μία ολοκληρωμένη λύση, ώστε να περιφρουρήσουμε τη φυσική ομορφιά όσο και τους φυσικούς πόρους που βρίσκονται σε περίσσεια στη χώρα μας.

 

*Ο κ . Αθανάσιος Χ . Μπουρτσάλας είναι καθηγητής στο Columbia University Earth Engineering Center.

(Πηγή: «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)