Έπειτα
από οκτώ χρόνια υπαγωγής της Ελλάδας στις ευρωπαϊκές διαδικασίες που
προβλέπονται για τις χώρες οι οποίες εμφανίζουν υπερβολικά δημοσιονομικά
ελλείμματα, το Συμβούλιο των Υπουργών της ΕΕ ανακοίνωσε σήμερα το κλείσιμο της
σχετικής με την Ελλάδα διαδικασίας, επιβεβαιώνοντας και επισήμως πλέον ότι το
έλλειμμα της χώρας είναι τώρα κάτω από το 3% του ΑΕΠ, την τιμή αναφοράς της ΕΕ
για τα δημοσιονομικά ελλείμματα.
«Μετά
από πολλά χρόνια σοβαρών δυσκολιών, τα οικονομικά της Ελλάδας είναι πολύ
καλύτερα διαμορφωμένα και η σημερινή απόφαση είναι θετική», αναφέρει σε δήλωση
που εξέδωσε ο Τόμας Τόνιστε, υπουργός Οικονομικών της Εσθονίας, ο οποίος σήμερα
ασκεί την προεδρία του Συμβουλίου.
Στην
ανακοίνωση του Συμβουλίου της ΕΕ σημειώνεται πως από έλλειμμα 15,1% του ΑΕΠ το
2009, το δημοσιονομικό ισοζύγιο της Ελλάδας βελτιώθηκε σταθερά και το 2016
μετετράπη σε πλεόνασμα 0,7%.
Παρότι
προβλέπεται ένα μικρό έλλειμμα για το 2017, οι δημοσιονομικές προοπτικές
αναμένεται να βελτιωθούν και πάλι, αναφέρει επίσης το Συμβούλιο, επισημαίνοντας
ότι ο δείκτης χρέους της Ελλάδας προς το ΑΕΠ ανήλθε σε 179,0% το 2016 και
αναμένεται επίσης να μειωθεί τα επόμενα χρόνια.
Υπό
το πρίσμα αυτό, το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι η Ελλάδα πληροί τις προϋποθέσεις
για το κλείσιμο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος και ότι εφεξής θα
υπόκειται στο προληπτικό σκέλος του δημοσιονομικού κανονισμού της ΕΕ, του
Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Αναφέρεται επίσης ότι «η παρακολούθηση της
ελληνικής οικονομίας θα συνεχιστεί μέχρι τον Αύγουστο του 2018 στο πλαίσιο του
υφιστάμενου προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής» και ότι θα υφίσταται
παρακολούθηση και μετά το πρόγραμμα.
«Οι
ελληνικές αρχές δεσμεύτηκαν να διατηρήσουν ένα πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του
ΑΕΠ έως το 2022 και στη συνέχεια μια δημοσιονομική τροχιά που θα είναι σύμφωνη
με τις δημοσιονομικές απαιτήσεις της ΕΕ», καταλήγει η ανακοίνωση του Συμβουλίου
για την Ελλάδα.