«Οι Αρχές θα εφαρμόσουν την αντιλαθρεμπορική στρατηγική για
τα σχετικά προϊόντα σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα. Θα αναφέρουν την πρόοδο σε
τριμηνιαία βάση. Η εφαρμογή της αντιλαθρεμπορικής πολιτικής περιλαμβάνει την
πλήρη και έγκαιρη εφαρμογή της κοινής υπουργικής απόφασης για την καταπολέμηση
του λαθρεμπορίου καυσίμων και των μέτρων για τον εντοπισμό δεξαμενών (σταθερών
και κινητών) και της εφαρμογής του συστήματος εισροών-εκροών...».
Όλα αυτά τα ωραία και καλά είναι εμφατικά γραμμένα στην
τελευταία επικαιροποίηση του μνημονίου, αλλά και η νυν ελληνική κυβέρνηση όπως
και οι προηγούμενες δεν ανταποκρίθηκαν στις υπογραφείσες δεσμεύσεις. Σε
ελεύθερη μετάφραση; Τρέχα γύρευε.
Στο «και πέντε»
Μόλις την περασμένη εβδομάδα και με φόντο την οικολογική
καταστροφή στον Σαρωνικό, το υπουργείο Ναυτιλίας μερίμνησε για προώθηση
διάταξης νόμου με την οποία τιμωρούνται οι πλοιοκτήτες των οποίων τα πλοία
μεταφέρουν πετρέλαιο στο εσωτερικό της χώρας, χωρίς να έχουν ενεργοποιήσει τον
ηλεκτρονικό εντοπισμό τους. «Μέχρι τώρα αυτό μπορούσε να γίνει χωρίς να
υπάρχουν κυρώσεις...» παραδέχθηκε στην «Κ» πρώην ανώτατος λειτουργός του
υπουργείου Οικονομικών.
Σύμφωνα με το μνημόνιο η χώρα μας θα πρέπει στο τέλος του
μηνός, δηλαδή σε λίγες εβδομάδες, να παρουσιάσει σχέδιο για την πλήρη
αναδιοργάνωση των τελωνείων με κινητές μονάδες και ενισχύοντας τα περιφερειακά
κέντρα με χρήματα, εξοπλισμό και προσωπικό.
Αλλά και για τα όποια συστήματα υπήρξε νομοθετική πρόνοια
όπως, π.χ., εκείνο των εισροών-εκροών στα πρατήρια, αυτή είναι βασισμένη σε
πολλά διαφορετικά λογισμικά που δεν «κουμπώνουν» με εκείνο των υπηρεσιών που
καλούνται να ελέγξουν τους πρατηριούχους, ενώ το όλο πλαίσιο απουσιάζει από
κρίσιμες εγκαταστάσεις μεταξύ των οποίων τα πλοία που μεταφέρουν πετρέλαιο
ναυτιλίας ή μαζούτ.
Να σημειωθεί ότι το σύστημα εισροών-εκροών θεσμοθετήθηκε για
πρώτη φορά το 2009 με τον νόμο 3784. Το σύστημα εντοπισμού θέσης (GPS) στα
βυτιοφόρα θεσμοθετήθηκε το 2013, αλλά οι υπουργικές αποφάσεις εκδόθηκαν μετά το
2015 από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ.
Με την «απελευθέρωση της αγοράς πετρελαιοειδών» το 2012
εισήλθαν στην αγορά πολλοί μικρότεροι παίκτες (όπως η FOS του Κουντούρη) αρκετοί
από τους οποίους δεν διέθεταν ούτε την οργανωτική υποδομή, ενώ ήδη το 2013, ένα
χρόνο μετά, όφειλαν πολλά χρήματα σε τρίτους, στο κράτος ή σε άλλες εταιρείες.
Ετσι, ο συγκεκριμένος πλοιοκτήτης του «Αγία Ζώνη ΙΙ» είχε 1,2 εκατ. ευρώ
ληξιπρόθεσμα στην εφορία και 1,5 εκατ. χρέος σε υπό εκποίηση εταιρεία της
οποίας νοίκιαζε τις εγκαταστάσεις. Υπό αυτές τις συνθήκες η σπουδή για την
ανταπόκριση στις δεσμεύσεις του μνημονίου δεν ήταν ιδιαίτερα έντονη.
Σε κανένα άλλο ζήτημα όμως δεν εκδηλώθηκε τέτοια «αντίσταση»
του κρατικού μηχανισμού όσο στην εισαγωγή του λεγόμενου μοριακού ιχνηθέτη –μιας
χημικής φόρμουλας δηλαδή– που επιτρέπει τον διαχωρισμό του «πειραγμένου»
καυσίμου από το καύσιμο αναφοράς. Με το μεσοπρόθεσμο πλαίσιο αναφοράς
προβλέπεται ότι τα υγρά καύσιμα που διατίθενται στην αγορά ή διακινούνται ή
αποθηκεύονται στην ελληνική επικράτεια, ιχνηθετούνται με μοριακής τεχνολογίας
ιχνηθέτες. Τονίζεται ότι όσα καύσιμα δεν είναι σημασμένα με τέτοιους ιχνηθέτες
θεωρούνται παράνομα.
Συνεχείς
καθυστερήσεις
Στην πρώτη εκδήλωση ενδιαφέροντος στις 20 Μαρτίου του 2013
το Γενικό Χημείο του Κράτους που ελέγχει μέχρι σήμερα τη γνησιότητα των
καυσίμων απαίτησε να δοθεί η σύνθεση του ιχνηθέτη από τους οίκους που
συμμετείχαν στον διαγωνισμό στο Χημείο.
Οι εταιρείες αρνήθηκαν και η πρόσκληση για εκδήλωση
ενδιαφέροντος επαναλήφθηκε. Δύο έδωσαν τον τύπο του ιχνηθέτη στο ΓΧΚ αλλά οι
προσφορές τους απερρίφθησαν διότι το χημικό... ξεπλύθηκε από τα δείγματα στα
οποία έγιναν δοκιμές. Τέσσερις εταιρείες αρνήθηκαν να δώσουν τον τύπο. Μία από
αυτές ενημέρωσε την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών ότι στη Σερβία
που εφαρμοζόταν ο ιχνηθέτης είχαν εισπραχθεί τον πρώτο χρόνο εφαρμογής
(εφαρμόσθηκε ένα χρόνο από την υπογραφή της σύμβασης) 139 εκατ. ευρώ έναντι
στόχου 65 εκατ. ευρώ.
Τελικά τον Μάιο του 2016 συγκροτήθηκε τριακονταμελής ομάδα
εργασίας του υπουργείου Οικονομικών που εξέδωσε πόρισμα το οποίο δόθηκε σχεδόν
αμέσως στην ΑΑΔΕ, η οποία το παρέπεμψε στην Ομάδα Διοίκησης Έργου, όπου το ΓΧΚ
(που εν προκειμένω χάνει τον λόγο ύπαρξής του με την υιοθέτηση του ιχνηθέτη)
επιμένει στο «σπάσιμο» του έργου σε επιμέρους υποέργα και στη γνωστοποίηση του
ιχνηθέτη. Η Γενική Διεύθυνση για τη Φορολογία της Ε.Ε. έχει γνωματεύσει ότι η
γνωστοποίηση του τύπου του ιχνηθέτη δεν είναι αναγκαία.
(Πηγή: «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)