Η Eurostat ανακοίνωσε χθες ότι, σύμφωνα με τα συμπεράσματα έρευνας
για το 2016, το 9% του πληθυσμού της ΕΕ δήλωσε ότι αδυνατούσε να θερμαίνει την
κατοικία του επαρκώς. Το ποσοστό αυτό για την Ελλάδα ανήλθε σε 29%, με τη χώρα μας
να καταγράφει το δεύτερο υψηλότερο αρνητικό ρεκόρ μεταξύ των χωρών της ΕΕ.
Οι στατιστικές της ΕΕ για την κατάσταση των εισοδημάτων και
των συνθηκών διαβίωσης έδειξαν ότι το ποσοστό του πληθυσμού που αδυνατούσε να
έχει επαρκή θέρμανση της κατοικίας του έφτασε στο ανώτατο επίπεδο του 11% το
2012.
Σύμφωνα με την
Eurostat, το ποσοστό αυτό μειώνεται συνεχώς κατά τη διάρκεια των επόμενων
ετών, ανερχόμενο σε 10,7% το 2013, 10,2% το 2014 και το 9,4% το 2015.
Η κατάσταση μεταξύ των κρατών μελών εμφανίζει
διαφοροποιήσεις, σημειώνει η
Eurostat,
σημειώνοντας ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων που ισχυρίζονται ότι δεν είχαν
την οικονομική δυνατότητα να θερμάνουν επαρκώς το σπίτι τους καταγράφηκε στη
Βουλγαρία και ανήλθε σε 39%.
Η Ελλάδα, μαζί με τη Λιθουανία, κατετάγησαν δεύτερες με 29%,
ακολουθούμενες από την Κύπρο (24%) και την Πορτογαλία (22%).
Στον αντίποδα, ποσοστό μικρότερο του 2% του πληθυσμού
αντιμετωπίζει αυτό το πρόβλημα στο Λουξεμβούργο και τη Φινλανδία, σύμφωνα με
στατιστικά στοιχεία της Eurostat.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ωστόσο, εμφανίζει το συμπέρασμα της
Eurostat
ότι
το πρόβλημα φαίνεται να συνδέεται σε μικρότερο βαθμό με τις καιρικές συνθήκες της
κάθε χώρας -και ως εκ τούτου την απαίτηση για θέρμανση- και περισσότερο με το ΑΕΠ.
Σε ότι αφορά στην Ελλάδα, η έρευνα της
Eurostat
υπογραμμίζει
ότι, πέραν της οικονομικής κρίσης, το υψηλό ποσοστό που σημειώνεται μπορεί να
συσχετισθεί με το γεγονός ότι οι πρακτικές εξοικονόμησης ενέργειας είναι
ανεπαρκείς και δε χρησιμοποιούνται ευρέως, ενδεχομένως λόγω των υψηλών
θερμοκρασιών για μεγάλο μέρος του έτους. Έτσι, με την πτώση της θερμοκρασίας τους
χειμερινούς μήνες, οι Έλληνες είναι αναγκασμένοι να χρησιμοποιούν πολύ
περισσότερη ενέργεια για τη θέρμανση των κατοικιών τους σε σύγκριση με
κατοικίες ανάλογου εμβαδού σε πιο βόρειες χώρες.