Η ανωτέρω παρατήρησή μας για την ελληνική αγορά είναι, πιστεύουμε, ουσιαστική ως προς τα σημερινά χαρακτηριστικά της. Πηγάζει δε από το γεγονός ότι η είσοδος του φυσικού αερίου ως ενός νέου καυσίμου στο ελληνικό ενεργειακό μίγμα υπήρξε καθυστερημένη σε σύγκριση με τα τεκταινόμενα στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, μηδέ της Τουρκίας εξαιρουμένης, με τις πρώτες ποσότητες να τροφοδοτούν μονάδες της ΔΕΗ και ορισμένες βιομηχανίες το 1996, ενώ μόλις το 2000 ξεκίνησε η παροχή στην ΕΠΑ Αττικής και δυο χρόνια αργότερα στην ΕΠΑ Θεσσαλονίκης. Βασικός δε μέτοχος και των δύο ΕΠΑ όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια της εισαγωγής και εξοικείωσης με το φυσικό αέριο ήτο η ΔΕΠΑ και με τους δύο άλλους βασικούς μετόχους, την Italgas και τη Shell να έχουν συνάψει 30ετείς συμβάσεις management και συμμετοχής, καθότι οι επενδύσεις αυτού του είδους σε δίκτυα πόλεων είναι έντασης κεφαλαίου με μακροπρόθεσμο ορίζοντα αποπληρωμής και απόδοσης των επενδύσεων.
Σήμερα, πολύ ενωρίτερα από τη λήξη των 30ετών συμβάσεων (στο διάστημα των οποίων οι δυο ΕΠΑ επένδυσαν περισσότερα από 400 εκατ. ευρώ), επισπεύδεται η αναδιάταξη της αγοράς για δυο βασικούς λόγους που προέκυψαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών και θα ήτο μάλλον αδύνατο να είχαν προβλεφθεί όταν συνάπτοντο οι ανωτέρω συμβάσεις. Ο πρωταρχικός λόγος έχει να κάνει με την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (βλέπε Gas Directive 2009 /73 EC) για την απελευθέρωση της αγοράς φυσικού αερίου και τη δυνατότητα του καταναλωτή να επιλεγεί αυτός τον προμηθευτή του, όπως ακριβώς ισχύει πλέον στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Ο δεύτερος λόγος, και στο πλαίσιο των μνημονιακών υποχρεώσεων της χώρας, είναι η απόφαση περί ιδιωτικοποίησης της ΔΕΠΑ με συμφωνηθέν χρονοδιάγραμμα την έναρξη της όλης διαδικασίας προ το τέλος του τρέχοντος έτους. Ως γνωστό οι θεσμοί έχουν θέσει ως προαπαιτούμενο την αποκρατικοποίηση της ΔΕΠΑ και τη συνολική εταιρική αναδιάρθρωση της λιανικής αγοράς. Στο πλαίσιο αυτό, η ΔΕΠΑ παραχώρησε το μερίδιο της (51%) στην ΕΠΑ Θεσσαλονίκης-Θεσσαλίας στην ιταλική ΕΝΙ έναντι τιμήματος 57 εκατ. ευρώ, με τη ΔΕΠΑ να διατηρεί προς το παρόν το 51% που κατέχει στη ΕΔΑ Θεσσαλονίκης-Θεσσαλίας και αφορά τη διαχείριση των δικτύων.
Παράλληλα με αυτές τις ανωτέρω εξελίξεις, και όχι ασύνδετη με αυτές, έρχεται η απόφαση της Shell να αποχωρήσει από την ελληνική αγορά αερίου. Μια απόφαση στην οποία κατέληξε η διοίκηση της πολυεθνικής, συνεκτιμώντας τη συνεχή διολίσθηση της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια και τις αρνητικές προοπτικές ανάκαμψής της. Έτσι φθάσαμε στην σημερινή κατάσταση όπου έχουμε εισέλθει για τα καλά σε φάση πλήρους αναδιάταξης και αναδιοργάνωσης της εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου, κάτι που κατέστη ιδιαίτερα εμφανές μετά τη συμφωνία, νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, για την εξαγορά, έναντι 150 εκατ. ευρώ, του ποσοστού της Shell σε ΕΠΑ και ΕΔΑ Αττικής από την ΔΕΠΑ. Η εξέλιξη αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού θα επιτρέψει στη Δημόσια Επιχείρηση Αερίου να προχωρήσει μέσα στους επόμενους μήνες στην απόσχιση των δραστηριοτήτων εμπορίας και υποδομών, δηλ. στο γνωστό unbundling, απαραίτητη συνθήκη για την εφεξής λειτουργία της αγοράς, βάσει των προβλεπόμενων από την ευρωπαϊκή νομοθεσία και τις σχετικές Οδηγίες και Κανονισμούς.
Με την ολοκλήρωση και υλοποίηση της συμφωνίας ΔΕΠΑ -Shell , η πρώτη θα προχωρήσει στο σπάσιμο της σε δυο βραχίονες -ανεξάρτητες εταιρείες, με τη μία να καλύπτει τις δραστηριότητες εμπορίας (ΔΕΠΑ Εμπορίας) και την άλλη να αφορά τις υποδομές (ΔΕΠΑ Υποδομών). Με τη ΔΕΠΑ Εμπορίας να περιλαμβάνει τα διμερή συμβόλαια προμήθειας (Gazprom, Botas, TAP, Sonatrach), το μερίδιο που κατέχει η ΔΕΠΑ στη χονδρική αγορά, την ΕΠΑ Αττικής. Στο πλαίσιο αποκρατικοποίησης της ΔΕΠΑ προβλέπεται η πώληση σε στρατηγικό επενδυτή ή η διάθεση στο Χρηματιστήριο του 50,1 %, με τη διατήρηση του 14,9% από το Δημόσιο (με τα ΕΛΠΕ να διατηρούν προς το παρόν το 35%, ποσοστό το οποίο ενδεχομένως να θελήσουν αργότερα να πωλήσουν). Η δε ΔΕΠΑ Υποδομών θα συμπεριλάβει στις δραστηριότητές της την ΕΔΑ Αττικής, το 51% της ΕΔΑ Θεσσαλονίκης-Θεσσαλίας και ΔΕΔΑ, τις συμμετοχές στα υπό ανάπτυξη διεθνή έργα (IGB, East Med, IGI Poseidon, FSRU Αλεξανδρούπολης) και με το ελληνικό Δημόσιο να διατηρεί το 65% της εταιρείας και το υπόλοιπο να προσφέρεται, κατόπιν διαγωνισμού, σε στρατηγικό επενδυτή ή το πλέον πιθανό να εισάγεται στο Χρηματιστήριο Αθηνών, που έχει ήδη εκφρασθεί μεγάλο ενδιαφέρον.
Καθώς θα προχωρεί το unbundling της ΔΕΠΑ και θα αναπτύσσονται οι τοπικές αγορές στα αστικά και περιαστικά κέντρα μέσω των ΕΠΑ και των ΕΔΑ, η ελληνική αγορά θα αποκτά σταδιακά μεγαλύτερη υπόσταση, αλλά και ενδιαφέρον για εγχώριους και ξένους επενδυτές. Για αυτό οι επόμενοι 12 μήνες θεωρούνται από τα περισσότερα στελέχη της αγοράς μια απόλυτα κρίσιμη περίοδος, η οποία και θα καθορίσει τις εξελίξεις για την ανάπτυξη της αγοράς για την επόμενη 20ετία τουλάχιστον.