Η ΔΕΗ εκπέμπει σήμα κινδύνου όσον αφορά στην απρόσκοπτη λειτουργία του συστήματος ηλεκτροδότησης και τα τιμολόγια ρεύματος εάν δεν δοθεί παράταση των ωρών λειτουργίας για τις παλιές και ρυπογόνες λιγνιτικές μονάδες των δύο σταθμών στην Καρδιά Κοζάνης και στο Αμύνταιο Φλώρινας

Οι αρμόδιες διευθύνσεις Στρατηγικής και Παραγωγής της δημόσιας επιχείρισης ηλεκτρισμού παρουσίασαν, σύμφωνα με πληροφορίες, μια μελέτη για τις επιπτώσεις που θα υπάρξουν σε περίπτωση που δεν παραχωρηθεί στις δύο ΑΗΣ η παράταση των ωρών λειτουργίας τους στις 32.000 από τις 17.500 ώρες. Ομοίως, παρουσιάστηκε και το αισιόδοξο σενάριο, δηλαδή, στην περίπτωση που ικανοποιηθεί το αίτημα για συνέχιση της λειτουργίας των εν λόγω σταθμών παραγωγής.

Όπως είχε επισημάνει η ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, με πρόσφατη παρέμβασή της, οι 17.500 ώρες λειτουργίας είναι εντελώς ανεπαρκείς, με τις δύο μονάδες στο Αμύνταιο να έχουν περιθώριο ωρών λειτουργίας που αναλογεί σε περίπου τέσσερις εβδομάδες.

Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, στην μελέτη της ΔEH επισημαίνεται πως αν δεν δοθεί η αιτούμενη παράταση, τότε η καθαρή ισχύς του συνόλου των θερμικών μονάδων της ΔEH και των ανεξάρτητων παραγωγών, θα μειωθεί περισσότερο από 1.600 MW κατά την περίοδο 2019-2020 και κατά 734 MW το 2021, σε σύγκριση με το 2018. Το 2021 υπολογίζεται ότι θα προστεθούν στο σύστημα οι μονάδες φυσικού αερίου της Μυτιληναίος με ισχύ μεγαλύτερη από 650 MW, καθώς και η λιγνιτική μονάδα της ΔEΗ, «Πτολεμαΐδα 5», συνολικής ισχύος 600 MW.

Τις αρνητικές επιπτώσεις, υποστηρίζει η ΔEΗ, θα βιώσουν οι κάτοικοι του Αμυνταίου, καθώς δεν θα λειτουργεί η τηλεθέρμανση και από την Άνοιξη του 2019 και οι πολίτες της Πτολεμαΐδας αφού οι μονάδες της Καρδιάς που παράγουν τηλεθέρμανση θα σβήσουν.

Η μελέτη της ΔEH εκτιμά ακόμη ότι η απόσυρση των ΑΗΣ Καρδιάς και Αμυνταίου θα αυξήσουν υπέρμετρα τη χρήση φυσικού αερίου αφού οι μονάδες παραγωγής ανεξάρτητων παραγωγών και της δημόσιας επιχείρησης θα πρέπει να είναι συνέχεια στο σύστημα.          Υπό αυτές τις συνθήκες θα αυξηθεί η εξάρτηση της χώρας από το εισαγόμενο καύσιμο κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες.

Οι συνέπειες θα είναι πολύ  αρνητικές, καθώς αφενός, σε χρονικά διαστήματα με υψηλή ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας είναι πιθανόν να εμφανιστούν προβλήματα ενεργειακής επάρκειας και αφετέρου, η Οριακή Τιμή Συστήματος εκτιμάται ότι θα εκτιναχθεί στα 100 ευρώ, ακόμη και στα 300 ευρώ ανά Μεγαβατώρα.

Οι μονάδες φυσικού αερίου που θα παράγουν ρεύμα, δεν θα είναι εφικτό να δουλεύουν αδιάλειπτα αφού χρειάζονται και οι χρόνοι προσωρινής παύσης λειτουργίας για τις αναγκαίες συντηρήσεις.

Το χειρότερο στο σενάριο αυτό είναι το πώς το προαναφερόμενο κόστος δεν θα μπορεί, κανείς από τους παραγωγούς να απορροφήσει, επομένως θα μετακυλισθεί στα τιμολόγια καταναλωτή.

Συνεπώς, καταλήγει η μελέτη της ΔEΗ, είναι κρίσιμο να δοθεί η παράταση των 32.000 ωρών λειτουργίας, οπότε και το πρόβλημα επάρκειας θα εμφανιστεί από το 2021 με μείωση της ισχύος των θερμικών μονάδων κατά 734 MW. Επιπλέον στο περιθώριο των δύο ετών είναι εφικτό να εξευρεθούν εναλλακτικές λύσεις, ενώ Πτολεμαΐδα και Αμύνταιο δεν θα έχουν πρόβλημα στην τηλεθέρμανση.

Η ΔEΗ φέρεται  να συνέταξε τη μελέτη για δύο λόγους: Αφενός επειδή πρέπει η κυβέρνηση να διαθέτει επιχειρήματα, προκειμένου να διεκδικήσει από ην Ευρωπαϊκή. Επιτροπή την παράταση των αδειών λειτουργίας των δύο ΑΗΣ. Αφετέρου, να αποκτήσει ξανά η κυβέρνηση τη δυνατότητα για να διεκδικήσει τη θέσπιση ειδικών μηχανισμών αποζημίωσης για τις λιγνιτικές μονάδες. 

Ειδικά για το τελευταίο θέμα, η ΔEH και η κυβέρνηση «καίγονται», λόγω της ανάγκης να ολοκληρωθεί ομαλά ο διαγωνισμός για την πώληση των λιγνιτικών σταθμών Μελίτης και Μεγαλόπολης. Η εκτόξευση της τιμής αγοράς δικαιωμάτων CO2 στα 22 ευρώ ανά τόνο, καθιστά ασύμφορη τη λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων και επομένως, όπως εκτιμούν παράγοντες της αγοράς, αν δεν υπάρξει ο αναγκαίος μηχανισμός αποζημίωσης, τότε το τίμημα που θα εισπραχθεί θα είναι ιδιαίτερα χαμηλό.