Οι εκπομπές ρύπων από τα εργοστάσια παραγωγής τσιμέντου και χάλυβα των ΗΠΑ αποτελούν σοβαρό πρόβλημα που δεν θα πρέπει να αποσιωπάται στις συζητήσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αναφέρει έκθεση τριών αμερικανικών ΜΚΟ που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη

Οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από το βιομηχανικό τομέα των ΗΠΑ αναμένεται να αυξηθούν σχεδόν κατά 25% έως το 2050, η δε, μετάβασή του στην πράσινη ενέργεια θα αποδειχτεί ιδιαίτερα δύσκολο εγχείρημα, επειδή η ανανεώσιμη ενέργεια δεν μπορεί να καλύψει το χάσμα, ενώ οι χημικές διεργασίες απαιτούν μεγάλες ποσότητες άνθρακα.

Αν οι πέντε μεγαλύτεροι μεταποιητικοί και βιομηχανικοί τομείς των ΗΠΑ αποτελούσαν μια ξεχωριστή χώρα, τότε θα καταλάμβαναν την ένατη θέση στον κόσμο αναφορικά με την κατανάλωση ενέργειας.

Οι εκπομπές βιομηχανικών ρύπων στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής θα αυξηθούν κατά 23% έως το 2050, ενώ οι όλοι οι υπόλοιποι τομείς, συμπεριλαμβανομένων των μεταφορών, της ηλεκτρικής ενέργειας, των εμπορικών και των οικιστικών τομέων, θα καταγράψουν μείωση, την ίδια χρονική περίοδο.

Η έκθεση καθορίζει τρόπους μείωσης των εκπομπών από τις μονάδες παραγωγής, με την παράλληλη δημιουργία θέσεων εργασίας. Μία λύση είναι η χρήση ενεργειακά αποδοτικών τεχνολογιών, όπως, μεταξύ άλλων, πιο αποδοτικοί λαμπτήρες φωτισμού, ή νέες μέθοδοι παραγωγής θερμότητας για την τροφοδοσία των χημικών διεργασιών.

Μία άλλη πιθανή λύση είναι η προώθηση μιας τεχνολογίας που δεσμεύει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, απευθείας στην πηγή, κάτι που είναι εφικτό από τεχνικής άποψης, αλλά δεν είναι ευρέως διαθέσιμη. Σε κάθε περίπτωση οι τυχόν αλλαγές που θα προκύψουν στο βιομηχανικό τομέα και αφορούν στο αποτύπωμα του άνθρακα, είναι απίθανο να επισυμβούν δίχως να αναληφθεί κυβερνητική δράση. Υπό τη διακυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ κάτι τέτοιο μοιάζει ακόμη πιο απόμακρο.