Όπως προκύπτει από την υπό εξέταση μελέτη, το μερίδιο των ΑΠΕ στην ενεργειακή κατανάλωση ανερχόταν σε 15,23%, το 2016, ύστερα από μια τετραετή περίοδο στασιμότητας, γεγονός που σημαίνει ότι θα πρέπει να επιταχυνθούν οι προσπάθειες για να επιτευχθεί ο εθελοντικός στόχος της διείσδυσης των ΑΠΕ σε ποσοστό 20% έως το 2020, με τον δεσμευτικό στόχο για καθορισμό τους στο 18,5 % να μοιάζει εφικτός.
Η συμμετοχή των ΑΠΕ στην τελική κατανάλωση, για το έτος 2030, σε επίπεδο μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού, ορίζεται στο 32%, όσο, δηλαδή και το ύψος για την εξοικονόμηση ενέργειας, ενώ εκτιμάται ότι για να επιτευχθούν οι εν λόγω στόχοι, απαιτούνται επενδύσεις της τάξης των περισσοτέρων από 33 δις. ευρώ.
Όσον αφορά στις εκπομπές ρύπων, αυτές προβλέπεται να μειωθούν κατά 16%, για τους τομείς που δεν εντάσσονται στο σύστημα εμπορίας ρύπων, ενώ η παραγωγή ρεύματος από λιγνίτες, θα αντιστοιχεί στο 15,5% της συνολικής κατανάλωσης ηλεκτρισμού, με τη χρήση φυσικού αερίου να κυριαρχεί, ιδίως στην θέρμανση.
Η υστέρηση στην ανάπτυξη των ΑΠΕ σε σύγκριση με τον εθελοντικό στόχο του 20%, για το 2020, αποδίδεται στο γεγονός ότι το 2010, όταν ετέθη και νομοθετήθηκε εθελοντικά ο στόχος του 20% -όταν η δέσμευση έναντι της Ε.Ε. ήταν 18% - δεν συνυπολογίστηκαν οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης και οι δυνατότητες προσέλκυσης επενδυτικών κεφαλαίων, ειδικά στον τομέα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.