Ισχυρή ζήτηση καταγράφεται στη δημοπρασία του 7ετούς ομολόγου, με τις προσφορές των επενδυτών να υπερβαίνουν τα 12,5 δισ. ευρώ. Η υπερπροσφορά έχει οδηγήσει και σε μείωση της αποτίμησης, με το επιτόκιο να προσδιορίζεται στο 1,9% όταν το άνοιγμα του βιβλίου προσφορών το έφερε στην περιοχή του 2,1%.

Πηγές εκτιμούν ότι το ποσό που θα αντληθεί θα είναι της τάξης των 2,5 δισ. ευρώ και θα αξιοποιηθεί για την εξαγορά ακριβότερων δανείων. Όπως αναφέρουν οι ίδιες πηγές, ποσοστό υψηλότερο από το 70% των προσφορών που υποβλήθηκαν συνίσταται σε απτό χρήμα, ενώ η συμμετοχή του σχήματος των αναδόχων στις προσφορές ανέρχεται στα 430 εκατ. ευρώ.

Η έκρηξη στα ελληνικά κρατικά ομόλογα μετά τις ευρωεκλογές του Μαΐου, σε πλήρη συγχρονισμό με την εικόνα στην Ευρώπη, συμπίπτει τόσο με το εγχώριο πολιτικό σκηνικό όσο και με τις διαθέσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, να χαλαρώσει και πάλι την πολιτική της, εάν ο πληθωρισμός δεν επιταχυνθεί, ή αν η ανάπτυξη απογοητεύσει, με νέες αγορές ομολόγων, μειώσεις επιτοκίων ή αλλαγές στην πολιτική της.

Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση θέλει να εκμεταλλευτεί το θετικό κλίμα στις διεθνείς αγορές στο έπακρον και να ολοκληρώσει τον ετήσιο στόχο της για την άντληση 7 δισ. ευρώ. Ο στόχος της έκδοσης είναι πρωτίστως η προσέλκυση των λεγόμενων ποιοτικών επενδυτών και δευτερευόντως η τιμολόγηση, που δεν αναμένεται να υπερβεί το 2%.

Με την απόδοση του δεκαετούς να έχει διαμορφωθεί στο 2,30% και του πενταετούς στο 1,26%, η προβολή του επταετούς δείχνει ότι η έκδοση θα πρέπει να τιμολογηθεί χαμηλότερα από το 2% και σε κάθε περίπτωση, εγγύτερα στην ζώνη διακύμανσης 1,85%-1,95%. 

Χαρακτηριστικά το εγχώριο δεκαετές υποχώρησε έως και οριακά χαμηλότερα του 2% πριν κινηθεί υψηλότερα, ενώ το πενταετές έφτασε στο 1% στις 4/7. Ταυτόχρονα, η συντηρητική επιλογή να μην κινηθεί η χώρα σε ομόλογα με περίοδο λήξεως μετά το 2032 έχει και αυτή τη σημασία της.

Toν Φεβρουάριο πέρυσι, στην προηγούμενη έκδοση 7ετούς ομολόγου αναφοράς, ύψους 3 δισ. ευρώ, το κουπόνι είχε απόδοση 3,375% στη λήξη, με τη συνολική απόδοσή του να διαμορφώνεται στο 3,5%. Στη δευτερογενή αγορά, η απόδοση του ομολόγου είναι, σήμερα, 1,53%.

Στα στατιστικά στοιχεία της έκδοσης, πεδίο στο οποίο θα πρέπει να υπάρξει βελτίωση στην τρέχουσα έκδοση, οι προσφορές είχαν ξεπεράσει τα 6 δισ. ευρώ από 210 επενδυτές. Όσον αφορά στον τύπο των επενδυτών, το 37,4% ήταν θεσμικοί επενδυτές, το 31,5% hedge funds και το 22,9% τράπεζες.

Στην πρόσφατη έκδοση δεκαετούς ομολόγου, σε συντριπτικό ποσοστό η κατανομή έφτασε σε «πραγματικά χρήματα» και όχι σε hedge funds και διατέθηκε στο χαμηλότερο σημείο του εύρους της προ-τιμολόγησης.

Οι όγκοι των συναλλαγών που παρατηρούνται στην εγχώρια αγορά ομολόγων είναι σημαντικά αυξημένοι, στα 5,32 δισ. ευρώ, και ήδη έχουν φτάσει τις αξίες των συναλλαγών του 2018, που ήταν κατά 9 φορές υψηλότερος από το 2017. Από τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος προκύπτει ότι σε αυτό το κλίμα ευφορίας, οι ελληνικές αποδόσεις διαμορφώνονται αρκετά κοντά στα ιστορικά χαμηλά, όπως σε αρκετά χαμηλά επίπεδα διαμορφώνεται και το ρίσκο της χώρας, όπως δείχνει το 5ετές Credit Default Swap (CDS), που βρίσκεται στις 230 μονάδες βάσης (μ.β.).

Σε σχέση με το γερμανικό 5ετές, το spread είναι στις +190 μ.β. αλλά σε σχέση με την Ιταλία είναι στις 35 μ.β. Ταυτόχρονα, σε σχέση με την Πορτογαλία, το premium του εγχώριου 5ετούς τίτλου είναι 138 μ.β. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όλα τα ομόλογα της ευρωζώνης έως την περίοδο της 7ετίας έχουν μηδενική ή αρνητική απόδοση, ενώ το 30ετές ομόλογο δίνει απόδοση 1,57%.

Πολλοί παρατηρητές της αγοράς ομολόγων εκτιμούν ότι η αλλαγή πολιτικού σκηνικού μετά τις εκλογές σε συνδυασμό με την πτώση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων θα δώσει ώθηση στη χώρα να κινηθεί πιο γρήγορα προς την κανονικότητα και αυτό θα επιτρέψει στους οίκους αξιολόγησης να το επιβεβαιώσουν. Η τελευταία θετική έκθεση για τη χώρα είναι της καναδικής DBRS, που προχώρησε σε αύξηση δύο βαθμίδων, εκπλήσσοντας ευχάριστα την αγορά.

Η επιστροφή της Ελλάδας στην κατηγορία investment grade σημαίνει την πραγματική επιστροφή στην κανονικότητα και αναμένεται να συμβεί στο β' εξάμηνο του επόμενου έτους, βάσει των πιο αισιόδοξων προβλέψεων της αγοράς.