Τους τελευταίους μήνες έχουμε διαβάσει πολλά για το ποιος θα τροφοδοτήσει την ψηφιακή επανάσταση. Ορισμένοι θεωρούν ότι τα ορυκτά καύσιμα θα παίξουν σημαντικό ρόλο. Κάποιοι άλλοι ποντάρουν στην πυρηνική ενέργεια. Υπάρχουν και εκείνοι που θεωρούν ότι οι ΑΠΕ θα έχουν την ευκαιρία να αναπτυχθούν ακόμα πιο γρήγορα. Ωστόσο, η συζήτηση αυτή λαμβάνει ως δεδομένα ορισμένα στοιχεία που είναι κάθε άλλο παρά αυτονόητα.
Το θεμέλιο της όλης συζήτησης οφείλει να είναι η πραγματική ζήτηση των ψηφιακών υποδομών. Αρκετοί αναλυτές πιστεύουν ότι οι ενεργειακές ανάγκες των data centers και της Τεχνητής Νοημοσύνης θα εκτινάξουν τη ζήτηση σε εθνικό και τοπικό επίπεδο. Για παράδειγμα, το μετριοπαθές σενάριο μία σχετικής έρευνας της McKinsey προβλέπει ότι η ηλεκτρική ζήτηση των data centers στις ΗΠΑ θα αυξηθεί από 178 TWh το 2024 σε 606 TWh το 2030.
Οι ενεργειακές ανάγκες των data centers στις ΗΠΑ. Πηγή: McKinsey.
Πέρα από την παραγωγή ενέργειας, το ζήτημα της αντοχής των δικτύων τίθεται όλο και πιο έντονα. Η γιγάντωση της ζήτησης καθώς και η φύση των νέων ψηφιακών υποδομών απαιτεί την αναβάθμιση των υφιστάμενων δικτύων, ειδικά στις περιοχές με την παλιότερη κάλυψη. Για παράδειγμα, μία έρευνα της Goldman Sachs προβλέπει ότι η Ευρώπη, η οποία έχει το πιο απαρχαιωμένο δίκτυο, θα χρειαστεί να επενδύσει περί τα 800 δις ευρώ για τη μεταφορά και τη διανομή ηλεκτρικής ενέργειας προς τα νέα data centers μέσα στην επόμενη δεκαετία, πέρα από τα ποσά που θα χρειαστεί για τις επενδύσεις για την παραγωγή ενέργειας καθαυτή.
Η μέση ηλικία των ηλεκτρικών δικτύων. Πηγή: Goldman Sachs.
Έρευνες όπως αυτές υποστηρίζουν την ανάγκη για μεγάλες επενδύσεις στην παραγωγή ενέργειας και τα ηλεκτρικά δίκτυα μέσα στα επόμενα χρόνια προκειμένου να μην χαθούν οι ευκαιρίες της ψηφιακής εποχής. Ωστόσο, οι περισσότερες μελέτες βασίζονται στις προβλέψεις των ίδιων των τεχνολογικών κολοσσών.
Εδώ ανακύπτουν δύο ζητήματα: Αφενός, οι επιχειρήσεις αυτές έχουν κίνητρο να υπερεκτιμήσουν τις δυνατότητες ανάπτυξης των νέων ψηφιακών υποδομών καθώς αυτές οι προσδοκίες αποτελούν την κινητήρια δύναμη για τη σημερινή άνοδο των μετοχών τους στο χρηματιστήριο. Υπάρχουν, επίσης, καταγγελίες ότι οι ψηφιακοί γίγαντες δεν δημοσιοποιούν τις πραγματικές ενεργειακές τους ανάγκες, καθώς αυτές ξεπερνούν κατά πολύ τα περιβαλλοντικά κριτήρια που έχουν τεθεί, τόσο στο ζήτημα της απανθρακοποίησης, όσο και της διαχείρισης υδατικών πόρων.
Αφετέρου, όπως έχουν παρατηρήσει ορισμένοι άνθρωποι της ηλεκτρικής αγοράς, συχνά υπάρχει αναποτελεσματική επικοινωνία μεταξύ των τεχνολογικών επιχειρήσεων και των παραγωγών ενέργειας, οδηγώντας τους δεύτερους στο να αναμένουν πολύ υψηλότερη ζήτηση απ’ό,τι υπάρχει στην πραγματικότητα.
Καθώς όμως οι τεχνολογικές επιχειρήσεις πιέζουν για την πρόσβαση των υποδομών τους σε όλο και μεγαλύτερες ποσότητες ενέργειας, η υπόλοιπη αγορά βιώνει τα αποτελέσματα. Σε τοπικό επίπεδο, οι αρμόδιες αρχές ανησυχούν για το ποιος θα πληρώσει για τις απαραίτητες επενδύσεις, όπως για παράδειγμα η αναβάθμιση των δικτύων. Παρόλο που οι εταιρείες θα πληρώνουν το κόστος της ενέργειας που θα καταναλώνουν, δεν είναι διατεθειμένες να επωμιστούν το πρόσθετο βάρος των υπόλοιπων επενδύσεων. Και η μετακύλιση του κόστους στους καταναλωτές λιανικής θα οδηγήσει σε περαιτέρω αύξηση των τιμών ηλεκτροδότησης, πέρα από την όποια αύξηση υποστούν εξαιτίας της ανταγωνιστικής ζήτησης με τις ψηφιακές υποδομές.
Από την άλλη πλευρά, η ιλιγγιώδης άνοδος των αξιών εξαιτίας της ψηφιακής ανάπτυξης έχει εγείρει ανησυχίες σε ορισμένους γνώστες του χώρου. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, το σημερινό ράλι των χρηματιστηριακών αξιών έχει πολλά κοινά με τη “φούσκα” του dot-com, η οποία καταγράφηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Μολονότι οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις του χώρου δεν κινδυνεύουν, τα πραγματικά κέρδη από την ψηφιακή επανάσταση μέχρι σήμερα δεν ανταποκρίνονται στις ελπίδες των αγορών για τη μελλοντική ανάπτυξη. Αυτό πιθανότατα να οδηγήσει σε κύμα χρεωκοπιών στον κλάδο, ιδιαίτερα από start-ups, και αναθεώρηση των στρατηγικών ανάπτυξης— και επομένως των ενεργειακών αναγκών— μεσοπρόθεσμα.