Το εν λόγω Μνημόνιο ναι μεν αναφέρεται στα θαλάσσια σύνορα μεταξύ των δύο κρατών πλην όμως δεν αποτελεί συμφωνία οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών όπως θα επιθυμούσε η Τουρκία. Κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε την κατάθεση συντεταγμένων στην Γενική Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών πού είναι επιφορτισμένη με τα θέματα του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας (UNCLOS).
Την δεδομένη όμως στιγμή η Άγκυρα δεν επιθυμεί να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση καθώς θα τίθετο σε λειτουργία ο μηχανισμός επίλυσης διαφορών της UNCLOS, μετά από σίγουρη προσφυγή της Ελλάδας, με την όλη υπόθεση να παραπέμπεται στο επιφορτισμένο για αυτά τα θέματα όργανο που δεν είναι άλλο από το ναυτικό δικαστήριο του Αμβούργου. Μια τέτοια εξέλιξη όμως είναι τελείως ανεπιθύμητη για την Τουρκία γιατί θα σήμαινε έμμεση πλην σαφή αποδοχή από αυτήν των προβλέψεων της UNCLOS την δικαιοδοσία της οποίας η Άγκυρα δεν αποδέχεται.
Όμως το ανωτέρω Μνημόνιο αποτελεί μια ξεκάθαρη έκφραση των προθέσεων της Άγκυρας, σε συνέχεια χαρτών που έχει κατ´ επανάληψη δημοσιεύσει όπου ορίζεται ΑΟΖ μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης με πλήρη αγνόηση της Ελληνικής υφαλοκρηπίδας νότια και ΝΑ της Κρήτης, και μια ακόμα πράξη στην συστηματική αμφισβήτηση των Ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η Ελλάδα αν και δεν έχει ανακηρύξει ΑΟΖ, (προεξοφλώντας αρνητικές Τουρκικές αντιδράσεις) όπως θα όφειλε εδώ και χρόνια να έχει πράξει, έχει εν τούτοις κατοχυρώσει την υφαλοκρηπίδα της, μέσω της κατάθεσης συντεταγμένων στα ΗΕ, σε όλη την περιοχή νότια της Κρήτης, από άκρο σε άκρο, αλλά και στο Ιόνιο, στο πλαίσιο καθορισμού περιοχών που έχει παραχωρήσει για έρευνες υδρογονανθράκων.
Από τον Αύγουστο του 2014, η Ελλάδα έχει ανακηρύξει άτυπη ΑΟΖ στη Δυτική Ελλάδα και νότια της Κρήτης, καταθέτοντας τις γεωγραφικές συντεταμένες στην Γενική Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών. Μέχρι σήμερα, δεν έχει υπάρξει ουδεμία αμφισβήτηση μέσω προσφυγής από Τουρκία, Αλβανία ή άλλη χώρα.
Να θυμίσουμε ότι τον περασμένο Οκτώβριο η Ελλάδα με ψήφιση νόμου κατοχύρωσε περιοχές ερευνών νότια και ΝΔ της Κρήτης, στον Μεσσηνιακό Κόλπο και στο βόρειο Ιόνιο σε διεθνείς κοινοπραξίες όπου συμμετέχουν τα Ελληνικά Πετρέλαια(ΕΛΠΕ) μαζί με δύο από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως εταιρείες πετρελαίων, την ExxonMobil και την Total. Η ελληνική απάντηση στις συνεχιζόμενες και κλιμακούμενες τουρκικές προκλήσεις δεν μπορεί να είναι άλλη παρά η συνέχιση και η εντατικοποίηση των ερευνών σε όλα μήκη και πλάτη του θαλάσσιου χώρου της ελληνικής επικράτειας. Για αυτό το ελληνικό δημόσιο θα πρέπει το ταχύτερο δυνατό να επαναπροκηρύξει τα ερευνητικά τεμάχια νότια της Κρήτης ( αυτά που αντιστοιχούν στα αρχικά τεμάχια του διεθνούς διαγωνισμού του 2015 δηλ. τα 13,14,15 και 18,19,20) τα οποία δεν έχουν κατοχυρωθεί ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει η ΕΔΕΥ να προχωρήσει σε σεισμικές έρευνες ευρείας κλίμακας στις περιοχές εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας ανατολικά, ΒΑ και ΝΔ της Κρήτης και πέριξ της Ρόδου και του Καστελόριζου.
Με άλλα λόγια η μόνη δυνατή απάντηση και ενδεδειγμένη ενέργεια από ελληνικής πλευράς στις τουρκικές προκλήσεις θα ήταν η ανάληψη ενός προσεκτικά σχεδιασμένου και απόλυτα εστιασμένου προγράμματος σεισμικών ερευνών σε πρώτη φάση, ώστε στη συνέχεια να οριστούν νέες ερευνητικές περιοχές πράγμα που προϋποθέτει την κατάθεση συντεταγμένων στα ΗΕ. Με αυτό τον τρόπο η Ελλάδα μπορεί να περιχαρακώσει νομικά και φυσικά όλες τις αμφισβητούμενες από την γείτονα θαλάσσιες περιοχές έτσι ώστε όλος ο κόσμος να γνωρίζει ποτέ και που η Τουρκία παραβιάζει το διεθνές δίκαιο και τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα.