συστήματος, τί νόημα έχει να επιμένουμε σε υποθαλάσσιες έρευνες που τόσα προβλήματα μας δημιουργούν σε πολιτικό και διπλωματικό πεδίο;
Τα επόμενα 20-30 χρόνια θα επιχειρηθεί ριζική αλλαγή του παγκόσμιου ενεργειακού συστήματος, με αποτέλεσμα πολλά από υφιστάμενα κοιτάσματα υδρογονανθράκων, να κινδυνεύουν να μείνουν ανεκμετάλλευτα (stranded assets) και οι εταιρείες παραγωγής να απαξιωθούν. Επομένως, υποστηρίζουν φανατικά, νεόκοποι αναλυτές, δεν θα είχε νόημα να συνεχιστούν εφεξής οι έρευνες, αφού σύντομα ο πλανήτης θα έχει στραφεί αποκλειστικά στις ΑΠΕ και άρα, όλοι θα ζούμε ευτυχείς σ’ ένα «πράσινο» παράδεισο.
Μόνο που η διείσδυση των ΑΠΕ, λόγω της φύσης των, προχωρά με ρυθμούς, σαφώς μικρότερους από τον ρυθμό αύξησης της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης, και άρα είναι αδύνατον κατά την περίοδο μετάβασης να αντικαταστήσουν πλήρως τα ορυκτά καύσιμα. Αντίθετα, τόσο ο άνθρακας, το πετρέλαιο και κυρίως το καθαρότερο φυσικό αέριο, θα είναι μαζί μας για πολλά χρόνια ακόμα. Mε το τελευταίο να συμβάλει καίρια στην απανθρακοποίηση του ενεργειακού συστήματος, αφού εκπέμπει 67% λιγότερο CO2 από τον άνθρακα.
Ο ΙΕΑ σε πολλές μελέτες του έχει παραδεχθεί ότι η πλήρης στροφή σε ενεργειακές πηγές χαμηλών εκπομπών, έως το 2050, δεν θα είναι εφικτή και η απαιτούμενη “Ενεργειακή Μετάβαση” θα πρέπει να πραγματοποιηθεί σταδιακά. Αλλά και η Συμφωνία του Παρισιού (2015) προβλέπει για αρκετά ακόμη χρόνια υψηλά επίπεδα εκπομπών που όμως, θα φθίνουν σταδιακά. Έτσι, ώστε να μην υπάρξει βίαιη αλλαγή του ενεργειακού παραγωγικού μοντέλου που θα είχε ανυπολόγιστες οικονομικές επιπτώσεις.
Είναι χαρακτηριστικό ότι και στα τρία βασικά εναλλακτικά του σενάρια για την εξέλιξη του παγκόσμιου ενεργειακού μίγματος, ο ΙΕΑ προβλέπει κυριαρχία των ορυκτών καυσίμων μέχρι το 2040 τουλάχιστον, με το μερίδιο των ορυκτών καυσίμων στο παγκόσμιο ενεργειακό μίγμα να κυμαίνεται μεταξύ 58% και 78% ανάλογα με το σενάριο που θα προκύψει.
Όμως η θεωρία των “stranded assets” δεν μπορεί, κατά την παρούσα συγκυρία να χρησιμοποιείται ως επιχείρημα για να εγκαταλείψει η Ελλάδα τις έρευνες και, συνακόλουθα, τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Επιπλέον, η πολύ υπαρκτή προοπτική ανακάλυψης και εκμετάλλευσης αξιόλογων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων νότια της Κρήτης και στην Δυτική Ελλάδα δεν πρέπει να εγκαταλειφθεί για δύο ακόμα σημαντικούς λόγους.
Πρώτον, διότι αντιπροσωπεύουν επενδύσεις €5-€8 δισ. έως το 2030 και σημαντικά έσοδα για τα δημόσια ταμεία και δεύτερον, γιατί καθώς το ηλεκτρικό μας σύστημα θα απολογνιτοποιείται, οι ανάγκες για φυσικό αέριο -που σήμερα εισάγεται 100%- θα εκτοξευθούν κατακόρυφα, με το μεγαλύτερο μέρος της ηλεκτροπαραγωγής να στρέφεται στο φ. αέριο. Άρα τίθεται σοβαρό θέμα ενεργειακής ασφάλειας που μόνο η εγχώρια παραγωγή φ. αερίου μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά.
(Το ανωτέρω άρθρο του Κ.Ν.Σταμπολή δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Τα Νέα της 27/2)