Η απόφαση του ΚΥΣΕΑ την περασμένη εβδομάδα για την προμήθεια 450 αρμάτων μάχης τελευταίας τεχνολογίας από την Ρωσία πέρα από τον καθαρά εξοπλιστικό χαρακτήρα της κίνησης αυτής, που ασφαλώς αποβλέπει στην ενίσχυση της αμυντικής θωράκισης της χώρας, εμπεριέχει και ένα άλλο μήνυμα.

Η απόφαση του ΚΥΣΕΑ την περασμένη εβδομάδα για την προμήθεια 450 αρμάτων μάχης τελευταίας τεχνολογίας από την Ρωσία πέρα από τον καθαρά εξοπλιστικό χαρακτήρα της κίνησης αυτής, που ασφαλώς αποβλέπει στην ενίσχυση της αμυντικής θωράκισης της χώρας, εμπεριέχει και ένα άλλο μήνυμα.

Και αυτό δεν είναι άλλο από την απόφαση της Αθήνας να επιδιώξει μια πιο στενή σχέση με την Μόσχα σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο για τις Ελληνο-Ρωσικές σχέσεις.

Μέχρι σήμερα τo πλέγμα των Ελληνο-Ρωσικών σχέσεων εβασίζετο κυρίως στην συνεργασία στον εμπορικό και οικονομικό τομέα με επίκεντρο την ενέργεια και τον ορυκτό πλούτο (δηλ. εισαγωγές Ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου και εξαγωγές Ελληνικού βωξίτη και άλλων ορυκτών) και παλαιότερα τα αγροτικά προϊόντα, ενώ τελευταία καταβάλλονται προσπάθειες για την δημιουργία Ρωσικού τουριστικού ρεύματος. Παρά το γεγονός ότι και παλαιότερα οι Ελληνικές ένοπλες δυνάμεις προμηθεύθηκαν Ρωσικά εξοπλιστικά συστήματα (να σημειώσουμε τα κατευθυνόμενα βλήματα ΤΟR και τα αμφίβια αεροστρωματοφόρα μεταγωγικά σκάφη Zubr που αγοράστηκαν στις αρχές του 2000) , είναι η πρώτη φορά που επιχειρείται μια τόσο μεγάλη παραγγελία σε αριθμό μονάδων αλλά και οικονομικό μέγεθος. Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο στην υπόθεση είναι, το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα του ΝΑΤΟ που πραγματοποιεί μια τόσο σημαντική παραγγελία αμυντικού υλικού από την Ρωσία.

Ασφαλώς, δεν είναι τυχαίο, το γεγονός ότι η ανωτέρω παραγγελία ανακοινώνεται δέκα ημέρες πριν την μετάβαση του Έλληνα πρωθυπουργού στην Μόσχα για προγραμματισμένη επίσημη επίσκεψη στις 17 και 18 Δεκεμβρίου. Η Αθήνα επιθυμεί διακαώς να κλείσει η εκκρεμότητα με το έργο του αγωγού Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη το οποίο παρά την επίσημη διακρατική συμφωνία μεταξύ Ελλάδος-Ρωσίας-Βουλγαρίας που υπεγράφη τον περασμένο Μάρτιο, δεν εχει τεθεί σε τροχιά κατασκευής. Έχει καθυστερήσει απαράδεκτα η σύσταση της κοινής εταιρείας που θα έχει την κυριότητα του έργου και θ’ αναλάβει την κατασκευή και λειτουργία του.

Ως γνωστό υπήρξε εμπλοκή από την Ρωσική πλευρά η οποία για αδιευκρίνιστους λόγους απαιτούσε ν’ αναλάβουν οι Ελληνικές και η Βουλγαρικές εταιρείες που συμμετέχουν στο έργο να εξεύρουν αυτές τις ποσότητες πετρελαίου που αντιστοιχούσαν στα ποσοστά τους. Μια πέρα για πέρα απαράδεκτη απαίτηση αφού τόσο η Ελληνική όσο και η Βουλγαρική κυβέρνηση συναίνεσαν στην μείωση των δικών τους ποσοστών (τώρα ελέγχουν και οι δύο μαζί 49% ενώ οι Ρώσοι το υπόλοιπο) ώστε οι πλειοψηφούντες Ρώσοι να εξασφαλίσουν αυτοί τις απαραίτητες ποσότητες πετρελαίου. Παρά το γεγονός ότι οι Ρωσικές εταιρείες θα ελέγχουν στην ουσία τον αγωγό η ολοκλήρωση του έργου αυτού έχει τεράστια στρατηγική σημασία για την Ελλάδα. Αυτό το γνωρίζει το Κρεμλίνο, για αυτό και επιθυμεί ακόμα μεγαλύτερο έλεγχο. Μόλις την περασμένη εβδομάδα έγινε γνωστό από άριστα ενημερωμένες πηγές ότι επήλθε οριστική συμφωνία μεταξύ των τριών πλευρών, σε συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στην Σόφια, ανοίγει τον δρόμο για την υπογραφή του shareholders agreement. Έτσι ο κύριος Καραμανλής μεταβαίνει στην Μόσχα με μια λιγότερη αποσκευή και άρα πιο ελεύθερος και άνετος να συζητήσει με τον πρόεδρο Πούτιν πλέον σημαντικά ζητήματα με πολύ πιο σοβαρές πολιτικές και οικονομικές επεκτάσεις. Όπως είναι ο αγωγός φυσικού αερίου South Stream και η τροφοδοσία του Ελληνο-Ιταλικού αγωγού με Ρωσικό αέριο, μια προοπτική στην οποία αντιδρά έντονα η Ουάσινγκτον παρά το γεγονός ότι δεν έχει να προτείνει άλλη εναλλακτική και αξιόπιστη λύση.( Οι προτροπές του υπουργού ενέργειας των ΗΠΑ, κ.Βοrdman για χρήση Αζέρικου αερίου μόνο γέλωτα και ειρωνικά σχόλια προκαλούν, αφού οι διαθέσιμες ποσότητες δια της βίας αρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες της εσωτερικής αγοράς του Αζερμπαϊτζάν).

Η στροφή της κυβέρνησης Καραμανλή προς την Μόσχα, με την οποία επιδιώκει να δεθεί περαιτέρω ενεργειακά και αμυντικά, αναβαθμίζοντας ουσιαστικά τις σχέσεις της σε όλα τα επίπεδα, αποτελεί εάν μη τι άλλο πράξη πολιτικού ρεαλισμού. Χωρίς να αποκηρύσσει τον Ατλαντικό της προσανατολισμό προτάσσει το ζήτημα της ενεργειακής της τροφοδοσίας ως μείζον θέμα το οποίο και δεν μπορεί φυσικά να επιλυθεί στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Γιατί σε μια εποχή όπου η εξεύρεση πρώτων υλών γίνεται μια όλο και ποιο δύσκολη υπόθεση, η πρόσδεση στο Ρωσικό ενεργειακό άρμα εξασφαλίζει στην Ελλάδα μια κανονική ροή πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ο προσανατολισμός προς Ανατολάς αποτελεί εξάλλου μια λογική επιλογή από γεωπολιτικής άποψης αφού γεωγραφικά η χώρα μας ανήκει στην ΝΑ Ευρώπη και όχι στην Νότιο Αμερική. Όσο και εάν δεν αρέσει σε πολλούς στην Ευρώπη, η Ρωσία σήμερα είναι η μόνη χώρα στην περιοχή που μπορεί να εγγυηθεί μακροπρόθεσμα την ενεργειακή μας τροφοδοσία. Άρα, η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να επιδιώκει μια στρατηγική συμμαχία σχεδόν σε όλα τα επίπεδα.