με αποστολή να «βοηθήσει τούς Έλληνες της Τραπεζούντος να ιδρύσουν ένα κράτος στην Μαύρη Θάλασσα και να απωθήσουν τους Σοβιετικούς που άρχιζαν να οργανώνονται στα βόρεια του Κουρδιστάν», με αιχμή του δόρατος το Κουρδικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, που ήταν μπολσεβικικής εμπνεύσεως. Από την πλευρά του, ο Μουσταφά Κεμάλ είχε δεχθεί την αποστολή, ελπίζοντας να βρει τρόπο να θέσει σε εφαρμογή τα σχέδιά του για την απελευθέρωση της Τουρκίας από τον παραπαίοντα οθωμανισμό.
Και αυτό το πέτυχε λίγα χρόνια αργότερα, εξαπατώντας τους πάντες για τα πάντα. Παράλληλα δε, εξολόθρευσε και όσους θα μπορούσαν να αποτελέσουν εμπόδιο στα σχέδιά του: Πόντιους, Αρμένιους και Κούρδους.
Σε κάποια δε φάση της πορείας του έπεισε και τους Αγγλο-γάλλους αντιπάλους του για τις προθέσεις του, οι οποίες κάθε άλλο παρά φιλοσοβιετικές ήσαν.
Ένα Οικονομικό Συνέδριο που συνήλθε στη Σμύρνη τον Φεβρουάριο 1923, πριν ακόμη υπογραφεί η Συνθήκη της Λωζάννης, καθόρισε τον οικονομικό προσανατολισμό της Νέας Τουρκίας και επικύρωσε την κυριαρχία της συμμαχίας φεουδαρχών-αστών στο νέο κράτος. Έγιναν παράλληλα και ανοίγματα για ξένες επενδύσεις. Το δε Συνέδριο απέρριψε τις προτάσεις μιας μικρής ομάδας αντιπροσώπων των εργατών, που ζητούσαν το δικαίωμα της απεργίας και την εισαγωγή ενός προγράμματος αγροτικής μεταρρύθμισης. Οι Σύμμαχοι, οι οποίοι αρχικώς είχαν φοβηθεί ότι το κίνημα του οποίου ηγείτο ο Μουσταφά Κεμάλ μπορούσε να είναι παρακλάδι της Σοβιετικής Επαναστάσεως, ησύχασαν.
Αξίζει παρ' ολα αυτά να σημειωθεί ότι η επικράτηση των μπολσεβίκων στη Ρωσία του 1917 έπαιξε σημαντικό ρόλο στην τουρκική νίκη κατά των Ελλήνων. Παρ' όλες τις διώξεις και τις δολοφονίες που είχαν υποστεί οι Τούρκοι κομμουνιστές από τον Κεμάλ, η λενινιστική Ρωσία παρέσχε στο Κεμαλικό Κίνημα σημαντική υποστήριξη, σε μία εποχή κατά την οποία η ίδια αντιμετώπιζε την πείνα και τον εμφύλιο πόλεμο. Αυτή η βοήθεια, όμως, το 1925 δεν εμπόδισε τον Κεμάλ να διαλύσει το ΚΚ και τις φιλικές του εργατικές οργανώσεις, πείθοντας τη Δύση ότι στην Τουρκία ήταν καλοδεχούμενες οι όποιες επενδύσεις της. Με δεδομένη δε την αδυναμία της τουρκικής αστικής τάξης να πετύχει βιομηχανική ανάπτυξη, η οικονομική εξάρτηση της Τουρκίας από τη Δύση γινόταν πραγματικότητα.
Από την πλευρά τους οι Δυτικοί έβλεπαν ότι το κεμαλικό κράτος μπορούσε να χρησιμεύσει ως ανασταλτική ζώνη μεταξύ της Σοβιετικής Ρωσίας και των δυτικών αποικιών στη Μέση Ανατολή. Από αυτήν την άποψη είναι πολύ ενδεικτικό ότι ήδη από την 20ή Οκτωβρίου 1921 η Γαλλία υπέγραψε συνθήκη προορισμένη να «επανασυνδέσει τις φιλικές σχέσεις» με την κυβέρνηση της Άγκυρας.
Γεγονός που μάλλον θα πέρασε απαρατήρητο από την τότε ελληνική πολιτική ηγεσία!
Αυτή λοιπόν την κεμαλική παράδοση, σήμερα, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θέλει να την ξεριζώσει, πράγμα διόλου εύκολο και το γνωρίζει. Γι' αυτό, στο εσωτερικό του μέτωπο, για να θολώσει τα νερά και να εξαπατήσει, παίζει το χαρτί του Ευρασιατισμού, στο οποίο δεν πιστεύει όμως. Ωστόσο, η τάση του δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Όπως γράφει ο Νίκος Γεωργιάδης, σύμβουλος της ελληνικής έκδοσης της επιθεώρησης «Foreign Affairs», ο τουρκικός «Ευρασιατισμός» είναι σχήμα ανταγωνιστικό ως προς τις γεωπολιτικές και γεωοικονομικές σταθερές του ευρωπαϊκού, κατ' αρχήν, και του δυτικού μοντέλου, γενικότερα. Ο ανταγωνισμός φέρνει ρήξεις και στιγμιαίες, μεσοπρόθεσμες ή, ακόμη χειρότερα, μακροπρόθεσμες συγκρούσεις. Το προσφυγικό - μεταναστευτικό ήταν και θα είναι εφεξής μια από τις αιχμές αυτού του συγκρουσιακού περιβάλλοντος. Το γενικότερο, όμως, συγκρουσιακό στοιχείο σε θέματα ασφάλειας θα είναι αυτό που θα κυριαρχήσει σε έναν ορατό χρονικό ορίζοντα. Τα ζητήματα ασφαλείας συνδέονται άμεσα με τα βασικά στοιχεία που καθορίζουν τα δυτικά συμφέροντα στο άμεσο και απώτερο μέλλον. Αυτά είναι τα ενεργειακά (αγωγοί) και οι μεταφορές (ελεύθερες εμπορικοί οδοί). Αυτό ακριβώς είναι το αντικείμενο της αντιπαράθεσης ετούτη τη στιγμή στη Μαύρη Θάλασσα, το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Το Καστελόριζο και η θάλασσα της Καρπάθου είναι απλώς ένα «κόκκινο κουμπί» που συμβολίζει το πώς θα είναι ή δεν θα είναι λειτουργικά τα σύνορα μεταξύ Ευρώπης-Δύσης με τον Ευρασιατισμό κατά την επόμενη περίοδο. Δεν υφίσταται επί της ουσίας ζήτημα επιλογής. Υπάρχει μόνον θέμα διαχείρισής της. Μια διαχείριση εν τούτοις που δεν είναι απαλλαγμένη κινδύνων για την Ελλάδα και την περιοχή μας.
*(Από τη Ναυτεμπορική)