Είθισται στις αρχές του Νέου Έτους να εκφράζονται απόψεις και να διατυπώνονται προβλέψεις για τις εξελίξεις που θα ακολουθήσουν κατά τους επόμενους μήνες. Και εάν τέτοιου είδους προβλέψεις έχουν σημασία για τον τομέα της οικονομίας και σχολιάζονται εκτενώς και για μεγάλο χρονικό διάστημα από όλα σχεδόν τα μέσα ενημέρωσης, πιστεύουμε ότι για την ενέργεια οι εκτιμήσεις για το τι μέλλον γενέσθαι παρουσιάζουν ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον.

Είθισται στις αρχές του Νέου Έτους να εκφράζονται απόψεις και να διατυπώνονται προβλέψεις για τις εξελίξεις που θα ακολουθήσουν κατά τους επόμενους μήνες. Και εάν τέτοιου είδους προβλέψεις έχουν σημασία για τον τομέα της οικονομίας και σχολιάζονται εκτενώς και για μεγάλο χρονικό διάστημα από όλα σχεδόν τα μέσα ενημέρωσης, πιστεύουμε ότι για την ενέργεια οι εκτιμήσεις για το τι μέλλον γενέσθαι παρουσιάζουν ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Και αυτό, διότι ο ενεργειακός τομέας είναι και θα παραμείνει ο τομέας κλειδί για τις διεργασίες που καθορίζουν τον ευρύτερο οικονομικό χώρο.

Η χρονική περίοδος την οποία διανύουμε, δηλαδή το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, χαρακτηρίζεται από μια έντονη αναζήτηση για την εξασφάλιση πρώτων υλών, ενεργειακών και άλλων, καθώς και της δημιουργίας νέων οδών μεταφοράς, χερσαίων και θαλασσίων. Η έντονη αυτή δραστηριοποίηση για την εξεύρεση νέων πλουτοπαραγωγικών πηγών έρχεται ως αποτέλεσμα της συνεχούς και με υψηλούς ρυθμούς αύξησης της ζήτησης ενέργειας παγκοσμίως, όπως έχει κατά επανάληψη διαπιστωθεί από όλους τους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς. Και ναι μεν αυτή η αυξημένη ζήτηση μπορεί να μην προέρχεται πλέον από τις βιομηχανοποιημένες χώρες της Δύσης, δημιουργείται όμως σε σταθερή βάση από τις πολυπληθείς περιοχές της Ανατολής, ιδίως της ΝΑ Ασίας, οι μέχρι πρότινος ρακένδυτοι κάτοικοι των οποίων επιλέγουν τώρα, με την υποστήριξη των κυβερνήσεων των, να υιοθετήσουν Δυτικά- καταναλωτικά πρότυπα ζωής. Τελευταίο παράδειγμα η Ινδία όπου χάρη στην επαναστατική σχεδίαση και παραγωγή ενός compact οικογενειακού αυτοκινήτου από τις βιομηχανίες Τάτα, που θα πωλείται μόλις στα 1,730 ευρώ, δηλ. ένα lakh (100,000 ρουπίες), η χώρα θα κατακλυσθεί σύντομα από εκατομμύρια νέα οχήματα που ασφαλώς θα αυξήσουν περαιτέρω την ζήτηση πετρελαίου.

Είναι απόλυτα λογικό και αναμενόμενο ότι η έντονη αυτή δραστηριότητα να έχει οδηγήσει τις τιμές όλων των πρώτων υλών ανεξαιρέτως προς τα άνω. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι η τιμή του αργού πετρελαίου στις διεθνείς αγορές μόνο για το 2007 ανατιμήθηκε κατά 57% ενώ από τις αρχές του 2003 αυτή έχει αυξηθεί κατά 200% περίπου. Και ασφαλώς όλες οι ενδείξεις είναι ότι αυτή θα συνεχίσει την ανοδική της πορεία στους επόμενους μήνες και χρόνια.

‘Όμως μαζί με την αύξηση της τιμής του πετρελαίου έρχονται και αυξήσεις στην τιμή του φυσικού αερίου, κάτι που μας υπενθύμισε η Ρωσική Gazprom ανακοινώνοντας τις νέες τιμές προμήθειας που θα ισχύσουν για την Ουκρανία και για αρκετές άλλες χώρες που εξάγει αέριο από σήμερα. Και ασφαλώς ακολουθούν αυξήσεις στην τιμή του λιθάνθρακα, οι τιμές του οποίου σε παγκόσμιο επίπεδο είχαν παραμείνει σε χαμηλά και σταθερά επίπεδα για μια 20ετία, και του ηλεκτρικού ρεύματος όπως άμεσα βιώσαμε με τις πρόσφατες αυξήσεις της ΔΕΗ. Για να μην μακρηγορούμε είναι εμφανέστατο και στον πιο αδαή παρατηρητή ότι ευρισκόμεθα στο κέντρο του κυκλώνα μιας μακρόχρονης περιόδου ανατιμήσεων της αξίας των παντός είδους ενεργειακών πρώτων υλών, προϊόντων και παραπροϊόντων.

Τούτων λεχθέντων το ερώτημα που τίθεται είναι εάν η κυβέρνηση, και πιο συγκεκριμένα το ΥΠΑΝ, έχει αντιληφθεί το μέγεθος του προβλήματος, τις προβλεπόμενες ραγδαίες εξελίξεις στο μέτωπο των διεθνών τιμών και τις αναπόφευκτα αρνητικές επιπτώσεις για την οικονομία της χώρας και τους καταναλωτές ιδιαιτέρως. Για μια χώρα που εισάγει σχεδόν το 70% της ενέργειας που καταναλώνει, και μάλιστα με αυξητικές τάσεις, και όπου σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις ουδένα απασχολεί σοβαρά στην κυβέρνηση η αυξανόμενη αυτή εξάρτηση, οι επιπτώσεις από την επερχόμενη ενεργειακή λαίλαπα θα είναι ιδιαίτερα δυσάρεστες.

 Εν όψει των ανωτέρω εξελίξεων αλλά και της γενικότερης αβεβαιότητος που επικρατεί στο ευρύτερο γεωπολιτικό περιβάλλον, επιβάλλεται κατά την άποψη μας μια ριζική αναθεώρηση της μέχρι σήμερα ακολουθούμενης ενεργειακής πολιτικής. Δεν είμεθα εμείς οι πλέον αρμόδιοι, και μάλιστα από αυτό το βήμα, που θα υποδείξουμε στην κυβέρνηση, τί πρέπει να πράξει για να αντιστραφεί η μέχρι σήμερα καταστροφική και αδιέξοδη εν πολλοίς πορεία στην διαχείριση και προγραμματισμό του ενεργειακού θέματος. Αυτό όμως που είναι απόλυτα εμφανές και δεν απαιτεί πολύπλοκα οικονομετρικά μοντέλα για να αποδειχθεί είναι η ανάγκη για μια σημαντική αύξηση του ποσοστού της εγχώριας παραγόμενης ενέργειας. Και μπορεί πράγματι σε αρκετές περιπτώσεις το κόστος της παραγωγής να είναι ακριβότερο προς το παρόν από την αντίστοιχη εισαγόμενη ενέργεια. Όμως μακροπρόθεσμα, όταν θα υπάρξει ένα πραγματικό πρόβλημα στην εξασφάλιση ενεργειακής προμήθειας, μόνο οι εγχώριες ενεργειακές πηγές, με την προϋπόθεση ότι θα συνεισφέρουν ένα ικανοποιητικό ποσοστό στο ενεργειακό ισοζύγιο, θα προσφέρουν μια βιώσιμη εναλλακτική διέξοδο. Μαζί όμως με τις καθαρά εγχώριες ενεργειακές πηγές θα πρέπει να εξετασθούν διεξοδικά και άλλοι τρόποι παραγωγής ενέργειας συμπεριλαμβανομένης και της ‘επικίνδυνης’ πυρηνικής ενέργειας, η οποία πέρα από την μεγάλη αποδοτικότητα που προσφέρει, διασφαλίζει και μια καθαρή παραγωγή, χωρίς εκπομπές αερίων στο περιβάλλον, κάτι που θα μετράει ολοένα και περισσότερο στην όλο και πιο ευπαθή ενεργειακή-περιβαλλοντική εξίσωση.