Μετά την Μόσχα

Η σχεδόν θριαμβευτική επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού λίγες ημέρες πριν τα Χριστούγεννα στην Μόσχα, δημιούργησε ως αναμένετο σοβαρές προσδοκίες για τα οφέλη που μπορεί να αποκομίσει η Αθήνα από την περαιτέρω σύσφιγξη των Ελληνο-Ρωσικών σχέσεων.
Δευ, 7 Ιανουαρίου 2008 - 05:36

Η σχεδόν θριαμβευτική επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού λίγες ημέρες πριν τα Χριστούγεννα στην Μόσχα, δημιούργησε ως αναμένετο σοβαρές προσδοκίες για τα οφέλη που μπορεί να αποκομίσει η Αθήνα από την περαιτέρω σύσφιγξη των Ελληνο-Ρωσικών σχέσεων. Και ενώ μέχρι σήμερα οι σχέσεις αυτές περιορίζοντο στον οικονομικο-εμπορικό τομέα με έμφαση την ενεργειακή συνεργασία, τελευταία αυτές έχουν αρχίσει να διευρύνονται αφού καλύπτουν πλέον και αμυντικά θέματα με πολύ πρόσφατο παράδειγμα την απόφαση ΚΥΣΕΑ στις αρχές Δεκεμβρίου για την αγορά από την Ρωσία 450 τεθωρακισμένων οχημάτων μάχης (TOMA) τύπου BMP-3 αξίας 1,2 δις. ευρώ (δηλαδή σχεδόν όσο θα πληρώσει η Ελλάδα το 2008 για την προμήθεια φυσικού αερίου από την GAZPROM). Να σημειώσουμε ότι η συγκεκριμένη απόφαση αποτελεί συνέχεια ήδη υπάρχουσας συνεργασίας στο πλαίσιο της οποίας η Ελλάδα έχει ήδη προμηθευθεί τα τελευταία 6 χρόνια μία σειρά από Ρωσικά αμυντικά συστήματα (π.χ. αντιαεροπορικά TOR, και S-300, αντιαρματικά Kornet-E, αερόστρωμνα ZUBR κλπ).

Αυτό όμως που εντυπωσιάζει με την τωρινή απόφαση είναι το μέγεθος της παραγγελίας (άνω του 1,0 δις. ευρώ) και η χρονική στιγμή της ανακοίνωσής της. Γιατί δεν υπάρχει ουδεμία αμφιβολία, όπως σημειώνουν πολλοί παρατηρητές σε Αθήνα και Μόσχα, ότι η εν λόγω απόφαση αποτελεί προφανώς και μια ανταποδοτική χειρονομία προς τον πρόεδρο Πούτιν για τη δυνατότητα μεγαλύτερης συμμετοχής της Ελλάδας στους ενεργειακούς Ρωσικούς σχεδιασμούς και διεργασίες στην Νοτιοανατολική Ευρώπη.

Η κίνηση αυτή της Αθήνας στον ευαίσθητο για την Μόσχα και διαρκώς βαλλόμενο (από ΗΠΑ και αλλού) τομέα αμυντικού εξοπλισμού, δεν πέρασε απαρατήρητη αφού έρχεται να ενδυναμώσει μιαν ήδη ισχυρή σχέση και να θέσει τις βάσεις για μία απαραίτητη (σύμφωνα με την Μόσχα) διεύρυνση συνεργασίας στον ευαίσθητο τομέα αμυντικού εξοπλισμού. Η απόφαση δε της Αθήνας για προμήθεια Ρωσικών ελαφρών αρμάτων μάχης σε αυτή την δεδομένη χρονική περίοδο βοηθάει τους χειρισμούς του Προέδρου Πούτιν προς δύο κατευθύνσεις: (α) στην προσπάθεια εκσυγχρονισμού του Ρωσικού οπλοστασίου κάτι που έχει ήδη ξεκινήσει, και (β) στην απονομή ψήφου εμπιστοσύνης του νέου Ρώσικου ενεργειακού – αμυντικού – οικονομικού συστήματος που επιχειρεί να συγκροτήσει και να προβάλλει ο Πρόεδρος Πούτιν λίγους μήνες πριν την λήξη της «επίσημης» θητείας του.

 «Πέραν του συμβολικού οφέλους της εισόδου της Ελλάδας στον διεθνή ενεργειακό χάρτη», όπως παρατηρεί ο Θάνος Ντόκος σε άρθρο του στο «Βήμα» (28/12/2007), μέσω της συμμετοχής της στους υπό εξέλιξη Ρώσικους ενεργειακούς αγωγούς (βλέπε πετρελαιαγωγός Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη και αγωγός φυσικού αερίου South Stream) «δεν αναμένονται εντυπωσιακά αποτελέσματα που θα επιφέρουν καταλυτικές οικονομικές και γεωπολιτικές αλλαγές.» Τα οφέλη για την Ελλάδα, θα συμπληρώσουμε από την πλευρά μας, είναι πρωτίστως πολιτικά και διπλωματικά που αναμφίβολα αναβαθμίζουν την γεωπολιτική της επιρροή στην ευρύτερη περιοχή τη ΝΑ Ευρώπης. Όμως, για να θέσουμε τα πράγματα στην σωστή τους διάσταση και σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι ο ρόλος της Ελλάδας είναι καθαρά δευτερεύον και υποστηρικτικός στο μακροχρόνιο στόχο της Μόσχας για την ανάκτηση της «χαμένης» επιρροής, και της επέκτασής της, σε αυτή την πλευρά του πλανήτη.

Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι η κατασκευή του περιβόητου αγωγού Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη, ενός μικρού σχετικά πετρελαιαγωγού (μόλις 280 χλμ) αποτελεί ένα κατ’ ουσία Ρωσικό τεχνικό έργο, πλήρως ελεγχόμενο από την κοινοπραξία Ρωσικών εταιρειών που συμμετέχουν, και που σκοπό έχει (πέρα της παράκαμψης των Δαρδανελίων) ν’ αποδείξει και να επιδείξει την Ρώσικη ενεργειακή διείσδυση επί Ευρωπαϊκού Κοινοτικού εδάφους. Βέβαια για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός θα απαιτηθεί αρκετή ακόμα δουλειά αφού η διεθνής εταιρεία που θα έχει την ευθύνη για την κατασκευή και λειτουργία του αγωγού δεν έχει ακόμη πλήρως συσταθεί ενώ η έναρξη κατασκευής του αγωγού (και όχι εγκαίνια όπως πολλοί θα σπεύσουν να την χαρακτηρίσουν για λόγους πολιτικής εκμετάλλευσης) τοποθετείται πλέον το Α’ εξάμηνο του 2009 στην καλύτερη των περιπτώσεων