Οπως τονίζει σχετικό ρεπορτάζ του Reuters, υπό την εντεινόμενη πίεση των επενδυτών, αλλά και των κυβερνήσεων, για μείωση των εκπομπών καυσαερίων, οι μεγάλες πετρελαϊκές της Ευρώπης στρέφονται όλο και περισσότερο στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Τα κέρδη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όμως, είναι συνήθως πολύ μικρότερα, γι’ αυτό και οι μεγάλες ενεργειακές αναζητούν τρόπους ώστε να ισοσκελίσουν τα κέρδη που έχουν χάσει με τη στροφή στην καθαρή ενέργεια.
Είναι εξαιρετικά δύσκολο, εν ολίγοις, να επινοήσουν ένα επιχειρηματικό μοντέλο που να υπόσχεται στους μετόχους κέρδη ανάλογα εκείνων που έχουν συνηθίσει. Στρέφονται, έτσι, στις πωλήσεις τροφίμων, σνακ, καφέ και σοκολάτας στο δίκτυο λιανικής που έχουν δημιουργήσει και στο οποίο αναγκαστικά περνούν κάποιο χρόνο οι οδηγοί των ηλεκτροκίνητων οχημάτων. Σε αντίθεση με τον εφοδιασμό ενός πετρελαιοκίνητου οχήματος που διαρκεί μόνο λίγα λεπτά, ακόμη και οι ταχύτεροι μηχανισμοί φόρτισης μπαταριών για ηλεκτροκίνητα οχήματα χρειάζονται τουλάχιστον 10 έως 15 λεπτά. Ο χρόνος αυτός αρκεί και περισσεύει για να πιει κάποιος έναν καφέ και να ψωνίσει μερικά πράγματα.
Ετσι οι πετρελαϊκές εταιρείες αντλούν πολύ μεγαλύτερα κέρδη από την πώληση τροφίμων, ποτών και έτοιμων ατομικών γευμάτων σε σύγκριση με τα κέρδη από τις παραδοσιακές εμπορικές δραστηριότητές τους, τις πωλήσεις καυσίμων και λιπαντικών. Η διέξοδος που βρήκαν ώστε να αυξήσουν τα κέρδη τους είναι η επέκταση του δικτύου των σταθμών φόρτισης. Γι’ αυτό η Shell αυξάνει τους σταθμούς του δικτύου της κατά 20% και σχεδιάζει πως θα έχει 55.000 ανά τον κόσμο μέχρι το 2025. Την ίδια στιγμή, η ΒΡ σχεδιάζει να αυξήσει το δικό της δίκτυο κατά σχεδόν 50% φτάνοντας τους 29.000 σταθμούς έως το 2030. Και η Total σχεδιάζει να αυξήσει το δικό της δίκτυο στην Ευρώπη, από 18.000 σταθμούς που έχει τώρα σε 150.000.
Και βέβαια, ένας τόσο μεγάλος αριθμός σταθμών φόρτισης εντυπωσιάζει καθώς οι πετρελαϊκές έχουν καταλήξει να έχουν πολύ περισσότερους σταθμούς φόρτισης από όσα υποκαταστήματα έχουν εταιρείες λιανικού εμπορίου ή γρήγορου φαγητού όπως οι Subway ή McDonald’s. Για παράδειγμα, η αμερικανική αλυσίδα καταστημάτων λιανικού εμπορίου Walmart έχει 11.510 καταστήματα σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ΒΡ και η Shell, όμως, στοιχηματίζουν πως η καθημερινή επαφή με δεκάδες εκατομμύρια πελάτες θα τους προσφέρουν έναν πακτωλό πληροφοριών, που θα μπορούν να αξιοποιηθούν για να προσαρμόσουν τις πωλήσεις τους στις συνήθειες και τις επιθυμίες των μικρών πόλεων ή των διαφόρων περιοχών ανά τον κόσμο.
Μιλώντας στο Reuters ο Ουμπέρ Βιγκεβένο, επικεφαλής της μονάδας διύλισης, χημικών και μάρκετινγκ της Shell, αναφέρει ότι η εταιρεία του επικοινωνεί καθημερινά με τους σταθμούς για να εντοπίσει τις προτιμήσεις των πελατών σε ένα τεράστιο φάσμα πραγμάτων, από τα λάδια της μηχανής του αυτοκινήτου μέχρι τα κρουασάν. Οπως τόνισε ο ίδιος στο Reuters, «το γεγονός ότι είχαμε ένα δίκτυο καταστημάτων με πελάτες λιανικής από 80 διαφορετικές χώρες μάς έδωσε τη δυνατότητα να μάθουμε πολύ γρήγορα. Ηταν μόλις τον Ιανουάριο που αντιληφθήκαμε τι συνέβαινε στην Κίνα και πώς αντιδρούσαν οι καταναλωτές», λέει ο Βιγκεβένο και προσθέτει ότι «το μοιραστήκαμε αμέσως με όσες χώρες συνεργαζόμαστε».
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")