Καθυστερημένες οφειλές σε λογαριασμούς ενέργειας (ΔΕΗ, φυσικό αέριο) έχουν και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) σε ποσοστό 15,30%. Τα στοιχεία του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ καταδεικνύουν ότι η επιδείνωση των όρων ζωής και εργασίας των επαγγελματιών είναι ραγδαία με κλειστά καλοριφέρ και κλιματιστικά, φώτα βιτρίνας, λαμπτήρες φωτισμού που άνοιγαν όταν έμπαινε πελάτης κ.λπ. Η πρώτη μέτρηση ενεργειακής φτώχειας σε ΜμΕ που γίνεται για πρώτη φορά στο πλαίσιο έρευνας οικονομικού περιβάλλοντος κατέδειξε ότι όσο μικρότερη μια επιχείρηση τόσο πιθανότερο πλήττεται από την ενεργειακή ένδεια.

Ειδικότερα, σε ΜμΕ με έναν εργαζόμενο το 18%, σε ΜμΕ με πάνω από 5 άτομα το 7%, σε ΜμΕ με ετήσιο τζίρο έως 50.000 ευρώ το 22% ενώ σε εκείνες που έχουν τζίρο άνω των 300.000 ευρώ μόλις το 5%).

Σύμφωνα με τον καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ και συνεργάτη στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ενέργειας και Κλίματος κ. Στέφαν Μπουζαρόβσκι, δύο δείκτες της ενεργειακής φτώχειας (καθυστερήσεις πληρωμής λογαριασμών και αδυναμία διατήρησης της θερμότητας) είναι ιδιαίτερα υψηλοί στην Ανατολική, Κεντρική και Νότια Ευρώπη, με τα μεγαλύτερα ποσοστά να καταγράφονται σε Βουλγαρία και Ελλάδα.

Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία έρευνας του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ), που έγινε με επίκεντρο νοικοκυριά του Μετσόβου, κατά την περίοδο των περιοριστικών μέτρων. Αν και η μέση κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκε κατά 8,5% και της θερμικής κατά 2,5% – με δεδομένο ότι το σπίτι έγινε γραφείο, σχολείο και τόπος διασκέδασης – στα νοικοκυριά της χαμηλότερης εισοδηματικής κλάσης καταγράφηκε σημαντική μείωση. «Απαιτείται άμεση λήψη ανακουφιστικών μέτρων λόγω του δεύτερου κύματος της πανδημίας για να αποφύγουμε καταστάσεις που βιώσαμε την περίοδο της οικονομικής κρίσης» επεσήμανε ο καθηγητής κ. Δημήτρης Δαμίγος σε ημερίδα που συνδιοργάνωσαν για την ενεργειακή φτώχεια το ΕΜΠ και η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ)

Οι ορεινές κοινωνίες είναι πιο ευάλωτες. Τα αποτελέσματα της μελέτης του ΕΜΠ δείχνουν ότι στο Μέτσοβο το 38% δηλώνει αδυναμία να διατηρήσει το σπίτι επαρκώς ζεστό, όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος της χώρας είναι 17,9% και της ΕΕ 7,3%. Γενικότερα, ένας στους τρεις έχει μειώσει τις ώρες λειτουργίας του συστήματος θέρμανσης, ή θερμαίνει μόνο ένα τμήμα της κατοικίας. Επίσης το 42% έχει περιορίσει τον αερισμό του σπιτιού, εις βάρος της υγείας του εσωτερικού περιβάλλοντος της κατοικίας. Οσο για το 71% που πληρώνει σταθερά τους λογαριασμούς ενέργειας, έχει αναγκαστεί να περικόψει άλλες βασικές ανάγκες (π.χ. έχει περιορίσει τις δαπάνες για αγορά τροφίμων). Γενικότερα, ένα σημαντικό τμήμα του ορεινού πληθυσμού στην Ελλάδα έχει καταφύγει σε μείωση της οικιακής ενεργειακής κατανάλωσης σε επίπεδα κάτω των αποδεκτών προτύπων διαβίωσης (1 στα 2 νοικοκυριά) και έχει στραφεί σε φθηνότερες, εναλλακτικές πηγές καυσίμων, όπως η βιομάζα (καυσόξυλα, πέλετ, μπρικέτες κ.λπ.), στη χρήση μη ασφαλών καυσίμων και στην παράνομη υλοτομία.

Η κατάσταση είναι χειρότερη στα χαμηλά εισοδήματα (κάτω των 11.000 ευρώ ετησίως) με 7 στα 10 νοικοκυριά να συμπιέζουν τις ενεργειακές τους ανάγκες, όπως δείχνουν τα αποτελέσματα έρευνας που παρουσίασαν ο καθηγητής του ΕΜΠ κ. Δημήτρης Καλιαμπάκος και η ερευνήτρια του ΕΜΠ κυρία Λευκή Παπαδά. Μάλιστα, από αυτούς που ζουν σε σπίτια που χτίστηκαν πριν από το 1979 (προ της ισχύος του Κανονισμού Θερμομόνωσης), 9 στα 10 συμπιέζουν τις ενεργειακές ανάγκες τους, ενώ σε νεόδμητα σπίτια (μετά το 2001), μόνο 2 στα 10 νοικοκυριά.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ένωσης καταναλωτών «ΕΚΠΟΙΖΩ», το 40,6% των πολιτών αδυνατεί να είναι συνεπές στην αποπληρωμή των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος, ενώ εν μέσω πανδημίας υπήρξε διακοπή ηλεκτρικού ρεύματος στο 11,11% όσων είχαν ανεξόφλητες οφειλές.

Η στάση των εταιρειών προμήθειας ρεύματος είχε σκληρύνει ήδη από το 2019 οπότε, όπως δείχνουν και τα επίσημα δεδομένα του διαχειριστή του συστήματος διανομής ΔΕΔΔΗΕ, είχαν δοθεί συνολικά 360.644 εντολές αποσύνδεσης, εκ των οποίων η πλειονότητα αφορούσε νοικοκυριά και μόνο οι 814 σε πελάτες μέσης τάσης (αλυσίδες καταστημάτων, βιοτεχνίες, βιομηχανίες κ.λπ.). Από αυτές εκτελέστηκαν οι 227.418 εντολές αποσύνδεσης, ποσοστό 3,5% του συνόλου των μετρητών του δικτύου μέσης και χαμηλής τάσης.