Σύμφωνα με πηγές που μίλησαν στο Bloomberg σε καθεστώς ανωνυμίας, η Turkish Petroleum Corp., γνωστή και ως ΤΡΑΟ, έχει έρθει σε επαφή με πολλές διεθνείς πετρελαϊκές, συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων από τους πετρελαϊκούς κολοσσούς, με τις οποίες εξετάζει τη δυνατότητα συνεργασίας και από κοινού άντλησης του φυσικού αερίου από το εν λόγω κοίτασμα. Οι πηγές αυτές ζήτησαν, όμως, να παραμείνουν ανώνυμες, καθώς οι διαπραγματεύσεις δεν είναι επί του παρόντος ανακοινώσιμες ούτε υπάρχουν μέχρι στιγμής ενδείξεις σύναψης συμφωνίας. Ενδέχεται, εν ολίγοις, να μην οδηγήσουν στη σύναψη κάποιας κοινοπραξίας και η τουρκική πετρελαϊκή να προχωρήσει τελικά μόνη της. Σημειωτέον ότι η ύπαρξη φυσικού αερίου στην περιοχή είναι γνωστή από το 2007, αλλά τα αποθέματά του είχαν εκτιμηθεί ως πολύ μικρά. Τις επαφές της ΤΡΑΟ με διεθνείς εταιρείες επιβεβαίωσε, πάντως, και ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, τονίζοντας πως προτείνει στους διεθνείς εταίρους της «να συνεργαστούν με την εθνική βιομηχανία της χώρας προκειμένου να δώσουν παράλληλα ώθηση στην απασχόληση».
Οι ίδιες πηγές υπολογίζουν πως τα απαιτούμενα κεφάλαια που πρέπει να επενδυθούν για την παραγωγή φυσικού αερίου και τη μεταφορά του στην τουρκική ενδοχώρα ανέρχονται σε τουλάχιστον 3,2 δισ. δολάρια. Μέχρι στιγμής, η ΤΡΑΟ έχει λαμβάνειν 13,4 δισ. τουρκικές λίρες, ποσό αντίστοιχο των 1,9 δισ. δολαρίων, από τον προϋπολογισμό της Τουρκίας για το τρέχον έτος. Παραμένει, ωστόσο, ασαφές ποιο τμήμα των κεφαλαίων αυτών θα διατεθεί για την αξιοποίηση του κοιτάσματος της Μαύρης Θάλασσας. Το σχέδιο της εταιρείας για την εκμετάλλευση του κοιτάσματος προβλέπει την άντληση του φυσικού αερίου από πηγές που βρίσκονται σε απόσταση περίπου 175 χιλιομέτρων από την ακτογραμμή της Τουρκίας στο σημείο όπου σμίγουν τα θαλάσσια σύνορα Βουλγαρίας και Ρουμανίας. Σύμφωνα με επίσημες ανακοινώσεις της τουρκικής κυβέρνησης, που έχουν πάντως αμφισβητηθεί, το κοίτασμα μπορεί να προσφέρει έναν όγκο φυσικού αερίου υπεροκταπλάσιο εκείνου που χρειάζεται για την κάλυψη της εγχώριας ζήτησης και να της δώσει τη δυνατότητα να απεξαρτηθεί πλήρως από τις χώρες προμηθευτές της όπως το Αζερμπαϊτζάν και τη Ρωσία.
Ο Τούρκος πρόεδρος έχει θέσει έναν φιλόδοξο στόχο για την έναρξη της παραγωγής στο κοίτασμα το 2023, που θα είναι χρονιά εκλογών. Στο σχετικό ρεπορτάζ του Bloomberg αναφέρεται ως πρόσθετος αποσταθεροποιητικός παράγων το ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων κατά της Τουρκίας από την Ε.Ε. «και πιθανώς από άλλες χώρες». Τονίζει, μάλιστα, πως έχοντας γνώση αυτού του κινδύνου, η Αγκυρα έχει εντάξει στη δική της δικαιοδοσία θυγατρικές εταιρείες ενεργειακών που έχουν έδρα σε άλλες χώρες. Στο μεταξύ, προσπαθεί να επισπεύσει την παραγωγή φυσικού αερίου στο κοίτασμα της Μαύρης Θάλασσας, καθώς φέτος λήγουν τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια που έχει συνάψει η Αγκυρα και τα οποία καλύπτουν το 1/3 των εισαγωγών της Τουρκίας σε φυσικό αέριο. Τα περισσότερα από τα υπόλοιπα λήγουν, άλλωστε, το 2025. Οπως τονίζουν αναλυτές του Bloomberg, αυτό σημαίνει πως δεν είναι αναγκασμένη να ανανεώσει όλες τις συμφωνίες και να διασφαλίσει ενδεχομένως καλύτερους όρους σε όσα συμβόλαια πρόκειται να παρατείνει.
Σύμφωνα με το Ρωσικό Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων, η Τουρκία αναγκάζεται να καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος των ενεργειακών της αναγκών με εισαγωγές. Το εισαγόμενο πετρέλαιο αντιπροσωπεύει ποσοστό άνω του 95% της συνολικής κατανάλωσης φυσικού αερίου στη χώρα. Οι εισαγωγές ενέργειας έχουν κόστος πολλών δισ. δολαρίων και φυσικά επιβαρύνουν την προβληματική οικονομία της Τουρκίας. Εως τώρα η Τουρκία έχει μόνον ένα υπεράκτιο κοίτασμα φυσικού αερίου στο Ακτσάκοτσα.
Η κρατική πετρελαϊκή της Τουρκίας, που σημειωτέον ανήκει στο κρατικό επενδυτικό ταμείο της χώρας, έχει συνάψει συμφωνίες συνεργασίας για την εκμετάλλευση κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου με μεγάλες ενεργειακές όπως η βρετανική ΒΡ, η State Oil Co. του Αζερμπαϊτζάν στην Κασπία Θάλασσα, αλλά και με εταιρείες της Ρωσίας, του Ιράκ και του Αφγανιστάν. Ετσι, πολύ προτού ανακοινώσει την ανακάλυψη του φυσικού αερίου, στη διάρκεια των τελευταίων 16 ετών η Τουρκία έκανε έρευνες για τον εντοπισμό κοιτασμάτων στη Μαύρη Θάλασσα. Οι έρευνες αυτές διεξήχθησαν, όμως, με τη βοήθεια μεγάλων ενεργειακών εταιρειών όπως οι Royal Dutch Shell και Exxon Mobil. Με μήνυμά του στο Τwitter ο Λόρεντ Ρουζέκας, αναλυτής ενέργειας και πολιτικής στην HIS Markit του Λονδίνου, σχολίασε χαρακτηριστικά, «η ΤΡΑO δεν έχει ιστορικό ερευνών και εξορύξεων σε βαθιά νερά και μπορεί να κερδίζει χρόνο αλλά και να μειώνει τους κινδύνους συσπειρώνοντας τις δυνάμεις της με μια έμπειρη εταιρεία του κλάδου».
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")